Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΤΡΗΣ: Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΦΑΣΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


            Στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ – «ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ», στη σελίδα 166, αναφέρει:
        
    Πολλές ερμηνείες δόθηκαν για τη φυγή του Καραμανλή και την απουσία οποιασδήποτε αντιδράσεως στην κτηνώδη μεταχείρισή του. Οι υμνητές του παρουσιάζουν τη στάση του σαν μια υπέρτατη θυσία στον βωμό της εθνικής ενότητας (προφανώς εννοώντας την «ενότητα» της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδας Παλατιού, ξένης κηδεμονίας και ολιγαρχίας). Οι εχθροί του ισχυρίζονται ότι έφυγε φοβούμενος την αποκάλυψη των σκανδάλων, μετά την αναπόφευκτη άνοδο του Κέντρου στην εξουσία, οπότε θα ήταν δυνατόν να προκύψουν ευθύνες και για τον ίδιον προσωπικά. Ο Μεϋνώ, ο οξυδερκέστερος μελετητής της περιόδου εκείνης, αφού υπογραμμίζει ότι «ο μονάρχης απέπεμψε των πρωθυπουργό του, όπως ένα αφεντικό απολύει έναν υφιστάμενο που διέπραξε σφάλματα», θεωρεί περισσότερο αξιόπιστη αιτία της φυγής του Καραμανλή την «προσωπική του λιποψυχία».
            Ο συγγραφέας του βιβλίου αυτού, που παρακολούθησε από πολύ κοντά την πολιτική ζωή της Ελλάδας, δεν συμμερίζεται καμιά από τις παραπάνω ερμηνείες. Ο Καραμανλής δεν ήταν λιπόψυχος. Και δεν φοβήθηκε ποτέ στα σοβαρά ότι ο Γ.Παπανδρέου, με τη γενναιοφροσύνη που τον διέκρινε, θα τον έκλεινε τη φυλακή για τα σκάνδαλα των φίλων και συγγενών του.
            Κάτι άλλο φοβότανε ο Καραμανλής. Και αυτό το «κάτι» ήταν το αμείλικτο Παλάτι και η CIA, που με τη σατανικότητά τους κρατούσαν τεκμήρια όχι πολύ κολακευτικά για τον διωγμένο πρωθυπουργό. Ένα από αυτά φαίνεται να ήταν το τέλος του, ανεζητείτο από τη CIA ο διάδοχός του, που όμως έπρεπε να είναι κατάλληλος και πρόθυμος να δεχτεί λύση του Κυπριακού Ζητήματος που να αναγνωρίζει δικαιώματα και στην Τουρκία. Ο Καραμανλής βολιδοσκοπήθηκε. Έγινε μια σύσκεψη και η συμφωνία διατυπώθηκε σ΄ένα «μνημόνιο». Αμέσως μετά τον θάνατο του Παπάγου, ο Καραμανλής προωθήθηκε στην πρωθυπουργία. Τέσσερα χρόνια αργότερα το 1959, υπέγραφε – μαζί με τον Ε.Αβέρωφ – στη Ζυρίχη και στο Λονδίνο την εγγλοελληνοτουρκική συμφωνία που αναγνώριζε στην Τουρκία δικαιώματα συγκυβερνήσεως και στρατιωτικής παρουσίας.
Οι συμφωνίες της Ζυρίχης εκφράζανε μια πολιτική εθνικής συνθηκολογήσεως υπέρ των Τούρκων. Λαμβανομένου όμως υπόψη του στρατηγικού ενδιαφέροντος των Ηνωμένων Πολιτειών για την Τουρκία, ο Καραμανλής είχε προσφέρει με την υπογραφή του μιαν ανεκτίμητη υπηρεσία στην αμερικανική διπλωματία.
Εύλογη λοιπόν, η ανησυχία του Καραμανλή μπροστά στο ενδεχόμενο να διοχετευθεί από την αδίστακτη CIA στον Τύπο το απαίσιο εκείνο μνημόνιο.
Όσο βαθύτερα μπαίνει το νυστέρι του ερευνητή στα γεγονότα της δεκαετίας τόσο εδραιώνεται η πεποίθηση ότι κρίσιμη αφετηρία των ανώμαλων εξελίξεων που καταλήξανε στη δικτατορία των συνταγματαρχών παραμένει το εκλογικό πραξικόπημα (με ενδιάμεσο σταθμό τη σατραπική πρωτοβουλία της 15ης Ιουλίου 1965. Στις παραμονές εκείνων των εκλογών (1961), ο δείκτης είχε αρχίσει να διαγράφει την καμπύλη κάμψεως της ΕΡΕ. Την εσταμάτησε βίαια ο στρατός με το σχέδιο «Περικλής». Με «λογική» παραδοσιακή βία-νοθεία θα κατάφερνε ώστε η ελληνική Δεξιά, αν και νικημένη, να παραμένει μια ισχυρή πολιτική δύναμη, με πολλές πιθανότητες επιστροφής, αργότερα στην εξουσία. Αντί για τη σοφή αυτή διαδικασία της δημοκρατίας, που στηρίζεται στον νόμο της εναλλαγής των κομμάτων και αφήνει ανέπαφο το κατεστημένο (εφαρμόζεται με επιτυχία στη Δυτική Ευρώπη), προκρίθηκε η συνταγή της ωμής βίας. Από κείνη τη στιγμή ένιωθες ότι η ως τότε αναιμική και μισοπαράλυτη δημοκρατίας θα’παιρνε την κάτω βόλτα και θα ζούσε με ενέσεις τονωτικές (1963-1965), ωσότου την αποτελειώσουν κάποιοι δήμιοι (στην περίπτωσή μας οι συνταγματάρχες).
Το ερώτημα που δεν μπορούμε ν’αποφύγουμε είναι: Δεν πρόβλεπαν ή δεν υποπτεύτηκαν καν οι «φωτισμένοι» ηγέτες της Δεξιάς ή οι πανέξυπνοι φορείς της ολιγαρχίας ότι τα πραξικοπήματα του ’61 και του ’65 θα άνοιγαν τον δρόμο σε μια μακρόχρονη «ανωμαλία» με ανεξέλεγκτες δυνάμεις που μοιραίο τέρμα της κινδυνεύει να είναι η καταστροφή του ελληνικού έθνους προς όφελος ξένων ενδιαφερομένων.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι σκληρή. Για την άρχουσα τάξη (που απλή πολιτική της έκφραση είναι η Δεξιά) δεν υπάρχει εθνική συνείδηση ή μάλλον συνείδησή της είναι η διατήρηση και επαύξηση – όσο το επιτρέπουν οι συνθήκες – των «κεκτημένων» προνομίων. Το ίδιο, φυσικά, ισχύει για τη δυναστεία και για την ξένη προστασία. Επομένως, δεν ήταν έξω από την εθνική λογική του κατεστημένου το συνειδητό γκρέμισμα των τειχών που προστάτευαν την ανάπηρη δημοκρατία.
Η (ανθρώπινη;) ψυχή της άρχουσας τάξεως γίνεται φοβερότερη και από την τίγρη, όταν πρόκειται να υπερασπιστεί το ιερό δικαίωμα να εκμεταλλεύεται τον άνθρωπο.