Κυπριακό
Η κυβέρνηση Βενιζέλου, όπως είδαμε, και ο συνασπισμός ΕΠΕΚ - Φιλελευθέρων που την διαδέχτηκε, προσπάθησαν, με κάθε τρόπο, να μην εμπλακούν στο Κυπριακό. Τόσο γιατί έχουν ν'αντιμετωπίσουν τόσα άλλα οξύτατα εσωτερικά προβλήματα, όσο και γιατί δεν θέλουν να έλθουν σε σύγκρουση με τους Άγγλους, τη στιγμή μάλιστα που είναι απαραίτητη και η συγκατάθεση του Λονδίνου για να γίνει δεκτή η Ελλάδα στο NATO. Αλλά η πίεση των Κυπρίων, κατά πρώτον λόγο, και της ελληνικής κοινής γνώμης είναι τέτοια, που η κυβέρνηση, χωρίς να το θέλει, παρ'όλες τις προσπάθειές της να το αποφύγει, μπαίνει και στα ταραγμένα νερά του Κυπριακού. Οι εξελίξεις αυτές οξύνουν και τις ελληνοτουρκικές αντιθέσεις τη στιγμή που η ελληνική και η τουρκική κυβέρνηση αλληλοϋποστηρίζονται στο κοινό τους αίτημα για την εισδοχή στο NATO. Ήδη, τον Απρίλη του 1951, ο Κιοπρουλού δηλώνει στη Χουριέτ.
«Η γεωγραφική θέσις της Κύπρου σχετικώς προς την Τουρκία, η παρουσία εκεί μάζης ομογενών μας και οι ιστορικοί μας δεσμοί καθιστούν φυσικά, ζωηρόν το ενδιαφέρον μας διά την Κύπρον. Δεν βλέπομεν τον λόγον αλλαγής της σημερινής νομικής θέσεως της νήσου, αλλά εάν τεθή σοβαρόν ζήτημα της καταστάσεως αυτής, δεν είναι δυνατόν να επιτρέψωμεν όπως γίνη αύτη κατ'αντίθετον προς τα δίκαιά μας τρόπον». (Το Βήμα, 21 Απριλίου 1951.)
Ο τότε πρωθυπουργός Σοφ.Βενιζέλος απαντά με την ακόλουθη δήλωση:
«Αι δηλώσεις αύται προξενούν κατάπληξιν. διότι είναι αντίθετοι προς πάσαν αρχήν ελευθέρας διαθέσεως των λαών, ως διεκηρύχθησαν από τα Ηνωμένα Έθνη του ελευθέρου δημοκρατικού κόσμου». (Το Βήμα, 23 Απριλίου 1951.)
Στις 14 Μάιου, ο Βενιζέλος έχει συνομιλία με τον Άγγλο πρεσβευτή Νόρτον, ενώ ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λευκωσία έχει κληθεί στην Αθήνα για συνεννοήσεις. Μετά πέντε μέρες, ο Βενιζέλος, με δηλώσεις του, καθορίζει την επίσημη ελληνική θέση στο Κυπριακό:
«Το θέμα της Κύπρου – τονίζει - έχει τεθεί προ πολλού και ενώπιον των Άγγλων και ενώπιον της Εθνικής Βουλής, και υφίσταται πάντοτε. Ίσως αι σημεριναί περιστάσεις να μην επιτρέπουν την επίσπευσιν της λύσεώς του». (Το Βήμα, 20 Μαΐου 1951.)
Είναι φανερή η προσπάθεια που καταβάλλει η κυβέρνηση να παραμείνει το ζήτημα «εν υπνώσει» και να μην ανακινηθεί σε διεθνείς οργανισμούς. Αλλά η απόφαση των Κυπρίων είναι διαφορετική.
Στο μεταξύ, παρουσιάζουν επιδείνωση οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, εξαιτίας επιθέσεων Τούρκων στρατιωτών από τις ακτές ή τουρκικών περιπολικών κατά ελληνικών αλιευτικών. Στα τέλη Απριλίου, Τούρκοι ακτοφύλακες πυροβολούν και σκοτώνουν Έλληνα ψαρά, τον Ιούνιο τουρκικό περιπολικό πιάνει δύο ελληνικές ανεμότρατες, ενώ μία τρίτη φτάνει στη Ρόδο διάτρητη από σφαίρες. Τα επεισόδια είναι σχεδόν καθημερινά. Οι τουρκικές Αρχές κατηγορούν τους Έλληνες ψαράδες ότι μπαίνουν στα χωρικά ύδατα της Τουρκίας και ο Βενιζέλος, όπως θα δούμε, δικαιώνει αυτή την άποψη.
Η αδιαλλαξία του Λονδίνου κάνει πιο δύσκολους τους χειρισμούς της στην ελληνική κυβέρνηση. Στα μέσα Ιουνίου, φτάνει και στρατοπεδεύει στην Κύπρο η 16η βρετανική Μεραρχία Αλεξιπτωτιστών. Οι Άγγλοι είναι αποφασισμένοι όχι μόνο να κρατήσουν την Κύπρο, αλλά και να την μεταβάλουν σε πολεμική βάση για να υποστηρίξουν την αυτοκρατορία τους στη Μέση Ανατολή που καταρρέει.
Η οργή στην Κύπρο στρέφεται και κατά του πολιτικού κόσμου στην Ελλάδα - κυβερνήσεως και αντιπολιτεύσεως. Θεωρούν οι Κύπριοι την Αθήνα υπεύθυνη γιατί δεν διεθνοποιείται το Κυπριακό, ώστε να ασκηθεί πίεση στους Άγγλους. Ο Βενιζέλος όμως είναι αντίθετος σε κάθε διεθνοποίηση του Κυπριακού. Εκείνο που προέχει για την κυβέρνηση είναι να γίνει δεκτή η Ελλάδα στο NATO. Και αν οι Άγγλοι εξαγριωθούν, υπάρχει περίπτωση να ματαιωθεί η εισδοχή.
Αλλά, αν η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να κατευνάσει το Λονδίνο, το εξαγριώνει ο Μακάριος: Με τηλεγράφημα του, στις αρχές Οκτωβρίου, ο Αρχιεπίσκοπος ζητά από την επιτροπή του ΟΗΕ για τα μη αυτοκυβερνώμενα εδάφη, που συνεδριάζει στη Γενεύη, να αναγνωρίσει το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως του κυπριακού λαού. Αυτές ακριβώς τις μέρες, φτάνουν στην Αθήνα οι επιτελάρχες των κυριότερων χωρών του NATO για να συζητήσουν με τους Έλληνες αρμόδιους τα στρατιωτικά προβλήματα τα σχετικά με την εισδοχή της Ελλάδας στο NATO. Ο Άγγλος στρατηγός Σλιμ, σε ερώτηση Γάλλου δημοσιογράφου για το Κυπριακό, απαντά ενοχλημένος:
«...η αποστολή μου είναι στρατιωτική. Το θέμα της λεγομένης επιστροφής της Κύπρου στην Ελλάδα - μολονότι εγώ δεν ενθυμούμαι πότε οι Έλληνες είχον την Κύπρον - είναι πολιτικόν ζήτημα. Θα έπρεπε συνεπώς να απευθυνθήτε αλλαχού διά να λάβητε μίαν απάντησιν». (Εφημερίδες, 12 Οκτωβρίου 1951.)
Ο στρατηγός με τα όσα είπε «εντός παρενθέσεως» πήρε θέση για το Κυπριακό. Και μάλιστα θέση προκλητική κατά της κυπριακής υποθέσεως μέσα στην ελληνική πρωτεύουσα. Αλλά η κυβέρνηση ενδιαφέρεται, εκείνη τη στιγμή, για την αγγλική συγκατάθεση στην εισδοχή της χώρας μας στο NATO και δεν θεωρεί σκόπιμο ν'απαντά σε τέτοιες προκλήσεις. Πριν από μία μέρα, έχει αποδώσει ξεχωριστές τιμές στον Άγγλο πρεσβευτή Νόρτον που φεύγει από την Ελλάδα.
Το Εθναρχικό Συμβούλιο της Κύπρου διαβιβάζει πικρά παράπονα στον πρωθυπουργό Σοφ.Βενιζέλο. Αλλά η πολιτική δεν γνωρίζει συναισθηματισμούς. Όπως θα δηλώσει αργότερα ο Βενιζέλος, και οι Αμερικανοί, εκείνη την εποχή, παρά τη συμπάθεια που εκδηλώνουν επίσημα προς το κυπριακό αίτημα, ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση να μην ανακινήσει το θέμα σε διεθνείς οργανισμούς. Οι Άγγλοι βρίσκονται σε δύσκολη θέση στη Μέση Ανατολή. Στο Σουέζ, τα βρετανικά στρατεύματα αντιμετωπίζουν ένοπλες επιθέσεις των Αιγυπτίων. Οι Αμερικανοί ευνοούν το ξήλωμα της βρετανικής αυτοκρατορίας. Δεν θέλουν όμως να υποχρεωθούν να έλθουν σε ρήξη με τον κύριο σύμμαχο τους σε δημόσια συζήτηση σ'έναν διεθνή οργανισμό, όπου η Σοβιετική Ένωση κι οι άλλες σοσιαλιστικές χώρες θα έπαιρναν θέση κατά της αποικιοκρατίας, αλλά ούτε και να παρουσιαστούν αντίθετοι στο δικαίωμα αυτοδιαθέσεως των Κυπρίων. Προσπαθούν να αποφύγουν το δίλημμα. Προτιμούν να προωθούν τη θέση τους στα ερείπια της διαλυόμενης βρετανικής αυτοκρατορίας χωρίς συζητήσεις στον ΟΗΕ για θέματα αρχών.
Ο Πλαστήρας θέλει να ακολουθήσει την ίδια. φιλική προς τους Άγγλους, πολιτική που έχει χαράξει ο Βενιζέλος και που έχουν τηρήσει όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Στις προγραμματικές του δηλώσεις δεν λέει λέξη για το Κυπριακό. Αλλά. αμέσως μετά την ομιλία του πρωθυπουργού, ο Κύπριος βουλευτής Αθηνών της ΕΠΕΚ. δημοσιογράφος και λογοτέχνης Λουκής Ακρίτας ρωτά την κυβέρνηση πού οφείλεται αυτή η παράλειψη:
«Πρώτον – λέει - αγνοεί (η κυβέρνηση) μήπως την ύπαρξιν του Κυπριακού Ζητήματος; Δεύτερον, εφόσον, όπως είμαι βέβαιος, δεν το αγνοεί, κατά ποίον τρόπο σκέπτεται να το αντιμετώπιση, ώστε να το προωθήση προς την μόνην ποθητήν λύσιν του - την Ένωσιν;»
Στον Λουκή Ακρίτα και στους άλλους βουλευτές που συμφωνούν μαζί του απαντά ο αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως Σοφ.Βενιζέλος:
«...όπως μου εδόθη η ευκαιρία και κατά το παρελθόν να δηλώσω, το ζήτημα αυτό υφίσταται και παρακολουθείται συστηματικώς, και δεν θα παύσωμεν να επιδιώκωμεν την επίλυσίν του σύμφωνα με τους εθνικούς πόθους. Λόγω της λεπτής διαχειρίσεως του ζητήματος αυτού των σχέσεων αι οποίαι μας συνδέουν με την φίλην και σύμμαχον Μ. Βρετανίαν, δεν ηθέλησεν η κυβέρνησις να το περιλάβη εις τας προγραμματικός της δηλώσεις, αλλά σας λέγω και πάλιν ότι ουδέποτε επαύσαμεν ούτε θα παύσομεν να το παρακολουθούμεν και να επιδκύκωμεν την επίλυσίν του». (Πρακτικά Βουλής, 31 Οκτωβρίου 1951.)
Αλλά, παρά τις προσπάθειές της να μην έλθει σε σύγκρουση με το Λονδίνο, η κυβέρνηση δεν μπορεί ν'αποφύγει το πικρό ποτήρι. Ο Μακάριος πιέζει να τον δεχτούν στις αρμόδιες επιτροπές του ΟΗΕ για να θέσει το Κυπριακό. Αλλά και στην Ελλάδα η πίεση να ανακινήσει η κυβέρνηση το εθνικό θέμα στον ΟΗΕ δυναμώνει. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σπυρίδων, ως πρόεδρος της Πανελληνίου Επιτροπής Απελευθερώσεως Κύπρου, στέλνει τηλεγράφημα στον πρόεδρο της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ και ζητά την αυτοδιάθεση του κυπριακού λαού.