Τρίτη 10 Μαΐου 2011

ΣΠΥΡΟΣ ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΣΤΗ ΧΟΥΝΤΑ

Νυχτερινές επιχειρήσεις
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 14ης Νοεμβρίου, δυνάμεις της αστυνομίας και της χωροφυλακής με επικεφαλής τον υπουργό Εσωτερικών Κ.Ρέντη, τους αστυνομικούς διευθυντές I.Πανόπουλο, Δ.Βρανόπουλο και Τσαούση και τους διοικητές της χωροφυλα­κής, Σωτόπουλο, Τσιτούρα και Τζανετάκο, εξαπολύουν ταυτό­χρονη έφοδο στη βίλα της Γλυφάδας και στο τετράγωνο των οδών Λυκούργου – Δημητρακοπούλου - Κρέμου και Μενελάου στην Καλλιθέα, όπου έχει εντοπιστεί ο δεύτερος ασύρματος. Αλλες ομά­δες της αστυνομίας και της χωροφυλακής ενεργούν εφόδους σε σπίτια της περιοχής πρωτευούσης και πιάνουν δεκάδες θεωρού­μενους ύποπτους.
Στη βίλα της Γλυφάδας, βρίσκουν τη σύζυγο του Αργυριάδη, Κατερίνα Δάλλα, που στην αρχή τους δηλώνει πως ο άντρας της λείπει. Αργότερα ομολογεί, ότι ο Ηλίας Αργυριάδης είναι εκεί και τους υποδείχνει την κρύπτη:

«Εις μίαν γωνίαν του μαγειρείου – γράφουν οι εφημερίδες με βάση τις αστυνομικές ανακοινώσεις - υπήρχε ένα τρα­πέζι από τσιμέντο, του οποίου αι δυο πλευραί εστηρίζοντο εις τον τοίχον. Κάτω από το κενόν του τραπεζιού αυτού και εις το δεξιόν μέρος του τοίχου υπήρχε μια μυστική θύ­ρα από μπετόν, η οποία εκινείτο με ρόδες. Έρποντες οι αστυνομικοί επίεσαν ειδικόν ελατήριον και μέρος του τοί­χου υπεχώρησε προς το εσωτερικόν ενός μικρού δωματίου. Τούτο ήτο ένα είδος προχώλ διαστάσεων 3X3 1/2 μέτρων. Εις τον απέναντι ακριβώς τοίχον υπήρχε, παρομοία ακρι­βώς με την πρώτην, θύρα κινουμένη με τον ίδιον τρόπον, η οποία έφερε εις ένα μεγαλύτερον δωμάτιον διαστάσεων 4X5. Όταν οι αστυνομικοί εισήλθον εντός αυτού, εύρυν κοιμώμενον εις ένα ντιβάνι τον Αργυριάδην και αντίκρισαν αμέσως τους ασυρμάτους. Ήσαν δύο ασύρματοι ισχυράς τάσεως, ως διεπιστώθη, με κεραίαν η οποία εξήρχετο από τον σωλήνα αερισμού του δωματίου. Εντός του ιδίου δωματίου υπήρχον πολλά ράφια με έγγραφα και αρχεία τα οποία κατεσχέθησαν. Επίσης κατεσχέθη και ο κρυπτο­γραφικός κώδιξ των εκπομπών (...) υπήρχε και μικρόν τυπογραφείον. Κατά την έρευναν, ελάχιστα χρήματα ευρέ­θησαν τα οποία και κατεσχέθησαν. Ο Αργυριάδης ουδεμίαν αντίστασιν έφερε και παρεδόθη εις τους αστυνομικούς». (Το Βήμα, 15 Νοεμβρίου 1951.)
Μαζί με τον Αργυριάδη, οι αστυνομικοί οδηγούν στην Ασφά­λεια και την Κατερίνα Δάλλα. Σε λίγες μέρες όμως την αφήνουν ελεύθερη.
Στην Καλλιθέα, οι αστυνομικοί, βοηθούμενοι από τα ραδιογωνιόμετρα και από ειδικούς στρατιωτικούς, εντοπίζουν ορι­σμένα σπίτια στου Χαροκόπου, αλλά δεν κατορθώνουν εκείνη τη νύχτα να βρουν τον άλλο ασύρματο, που λειτουργεί ως την τε­λευταία στιγμή. Παραμένουν όμως αστυνομικές δυνάμεις στην περιοχή και συνεχίζουν τις έρευνές τους. Ιδιαίτερα επιμένουν να ερευνούν το σπίτι όπου μένουν ο επιπλοποιός Καλούμενος και η οικογένεια του. Ανακρίνουν τον Καλούμενο, τη γυναίκα του, τις δύο κόρες τους, 22 και 20 χρόνων, και το μικρό γιο τους, 14 χρονών, που τους απομονώνουν σε χωριστά δωμάτια. Επειδή όμως, παρά τις ανακρίσεις και τις έρευνες, δεν έχουν κατορθώσει να βρουν τον ασύρματο, καλούν κατά το μεσημέρι της 15ης Νοεμβρίου, ειδικό συνεργείο του στρατού.

«Περί την 2αν απογευματινήν - αναφέρει το Βήμα της 16ης Νοεμβρίου - ο επικεφαλής του προσωπικού του συνερ­γείου αξιωματικός ηθέλησε να εισέλθη εις το πλυσταριό διά να συνέχιση την έρευναν. Τότε επρόσεξε ότι εις την βάσιν του σκαλοπατιού υπήρχε μια πρόσθετη κορνίζα τσι­μέντου (...). Αφηρέθη τότε η πρόσθετη κορνίζα και εφάνη μια μικρή οπή. Εις την οπήν αυτήν ο αξιωματικός πέ­ρασε μιαν ξύλινην ράβδον (...). Ο αξιωματικός αντελήφθη ότι η ράβδος είχε χτυπήσει επί ανθρωπίνου σώματος (...). Εκάλεσε τον άγνωστον να παραδοθή, αλλ'αυτός απήντησεν αρνητικώς.
-   Δεν παραδίδομαι ζωντανός, είπε.
Ειδοποιήθηκαν αμέσως ο υπουργός των Εσωτερικών κ.Ρέντης, οι κ.κ.Πανόπουλος, διευθυντής της αστυνομίας παρά τω υπουργείω, Βρανόπουλος και Τσαούσης, οι οποίοι έσπευσαν επιτόπου. Τόσον ο κ.υπουργός όσον και ανώ­τεροι αξιωματικοί εκάλεσαν και πάλι τον άγνωστον να εξέλθη από την κρύπτην, αλλ'αυτός ηρνήθη.
-    Δώστε μου μια προθεσμία, είπε. Αφήστε με ένα τέ­ταρτο.
Του έδωσαν την ζητηθείσαν προθεσμίαν. Αλλά μετ'ολίγα λεπτά ήρχισαν να εξέρχωνται καπνοί από την μι­κράν οπήν του υπογείου. Ήτο φανερόν ότι ο άγνωστος έκαιε έγγραφα (...). Εγένετο προς στιγμήν σκέψις να τον φονεύσουν διά να μην προφθάση να καταστρέψη τα "χαρ­τιά" (...). Αλλά επεκράτησεν η γνώμη ότι προτιμώτερον διά την αστυνομίαν θα ήτο να περιέλθη αυτός ζωντανός εις χείρας της. Ειδοποιήθη πάντως διά κάθε ενδεχόμενον και ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Αθηνών, κ.Παπαγιάννης, όστις έφθασε περί την 4.30 απογευματινήν (...). Ο κ.Παπαγιάννης προσεπάθησε να πείση τον άγνωστον να παραδοθή.
-    Πέρασε το τέταρτο, του είπε, που ζήτησες ως προθε­σμία. Έβγα έξω.
-   Δεν παραδίδομαι, υπήρξεν η απάντησις».
Κατά την εξιστόρηση των γεγονότων από την εφημερίδα, ο ει­σαγγελέας του δίνει τότε προθεσμία μίας ώρας, προειδοποιώντας τον ότι, αλλιώς, τα όργανα θα πυροβολήσουν. Εκείνος όμως δεν δίνει καμιά απάντηση. Τα αστυνομικά όργανα κάνουν διάφορες προσπάθειες να μπουν στην κρυπτή, αλλά διαπιστώνουν ότι εί­ναι αδύνατο:
«Ολίγον μετά την 5ην απογευματινήν - συνεχίζει η εξιστό­ρηση - ηκούσθη ένας πυροβολισμός προερχόμενος από την κρύπτην. Εγένετο αμέσως αντιληπτόν ότι ο κομμουνιστής επροτίμησε να αυτοκτονήση παρά να συλληφθή ζωντανός. Εκλήθη τότε το στρατιωτικόν συνεργείον, το οποίον με σκαπάνας και κατόπιν πολλού κόπου επέτυχε να καταστρέψη το τσιμεντένιο σκαλοπάτι του πλυσταριού, το οποίον ήτο και η θύρα της κρύπτης. Όταν ο κ.Ρέντης, ο εισαγγελεύς και οι αστυνομικοί εισήλθον εις την κρύπτην, ευρέθη­σαν προ του εκτάδην κειμένου αγνώστου, όστις έφερε τραύ­μα διά σφαίρας εις τον αριστερόν κρόταφον».

Όπως ανακοινώθηκε, ο ασυρματιστής ανέπνεε ακόμα, όταν τον βρήκαν σωριασμένο μέσα στην κρύπτη. Τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο Νέας Ιωνίας, όπου του έκαμαν εγχείριση και του αφαίρεσαν τη σφαίρα από το κρανίο, αλλά την άλλη μέρα ξεψύ­χησε. Ο ασυρματιστής ήταν ο Νικόλας Βαβούδης. Είχε συλληφθεί και φυλακιστεί το 1932 για κομμουνιστική δραστηριότητα. Απέδρασε από τις φυλακές το 1934. Διέφυγε στη Σοβιετική Ένωση, όπου φοίτησε σε σχολή στελεχών. Αργότερα, επέστρεψε κρυφά στην Ελλάδα.
Ενώ συνεχίζονται οι ανακρίσεις και οι συλλήψεις (ανάμεσα στους άλλους, η Ασφάλεια έπιασε τον στρατιώτη Φιλ.Λαζαρίδη, γιο του συνδικαλιστή και μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Κώστα Λαζαρίδη, που είχε εκτελεστεί στην Κατοχή από τους Γερμανούς), δημοσιεύονται αντιφατικές πληροφορίες γύρω από την υπόθεση των ασυρμάτων. Λόγου χάρη, πληροφορίες προερχόμενες από τις αστυνομικές Αρχές ανέφεραν ότι επί δυόμισι χρόνια η Ασφάλεια ήξερε για τον ασύρματο Βαβούδη από συνεργάτη του ασυρματιστή, που είχε εξαγοραστεί και τους παρέδιδε και τα ραδιοσήματα. Πιο αληθοφανής όμως φαίνεται η άλλη πληροφορία, που δημοσιεύεται επίσης στις εφημερίδες, ότι δηλαδή οι Αρχές Ασφαλείας, από τον Γενάρη του 1950, έχουν υποψιαστεί ότι το ΚΚΕ διαθέτει ασύρματο στην Ελλάδα, γιατί, τότε, ο ράδιο σταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα» μετέδωσε ότι αεροπλάνο ξεκίνησε για την Κέρκυρα για να παραλάβει τον Τζον Θεοτόκη και να τον μεταφέρει στην Αθήνα, μία ώρα αφού πραγματικά το αεροσκά­φος είχε φύγει (εφημερίδες, 17,18 Νοεμβρίου 1951 κ.λπ.).
Οπωσδήποτε, αν οι Αρχές Ασφαλείας έχουν από καιρό, όπως φαίνεται, εντοπίσει τον έναν ασύρματο τουλάχιστον γιατί δεν τον πιάνουν; Μόνο για να παρακολουθήσουν καλύτερα και να επι­σημάνουν όλες τις διασυνδέσεις του ΚΚΕ; Ή και γιατί φύλαγαν την ανακάλυψή τους για την κατάλληλη πολιτικά στιγμή; Και μήπως αυτή η στιγμή, που η κυβέρνηση Πλαστήρα - Βενιζέλου ετοι­μάζεται να φέρει στη Βουλή τα «μέτρα επιεικείας», στα οποία αντιδρούν η Δεξιά και ο ΙΔΕΑ, κρίθηκε η πιο κατάλληλη;
Στις 22 Νοεμβρίου, η γυναίκα του ενός από τους δύο ασυρματιστές, του Ηλία Αργυριάδη, η Κατερίνα Δάλλα, αυτοκτονεί. Ήπιε στο σπίτι της - όπως ανακοίνωσαν οι αστυνομικές Αρχές - εκατό δισκία αντεμπρίνης, έπαθε παράκρουση και έπεσε από το παράθυρο στο εσωτερικό της αυλής. Είναι ο δεύτερος νεκρός στην τραγική αυτή υπόθεση, προτού ακόμα ν'αρχίσει η δίκη (εφημε­ρίδες. 23 Νοεμβρίου).