Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

ΣΠΥΡΟΣ ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΣΤΗ ΧΟΥΝΤΑ

«Υπό το φως των προβολέων»
Αργά, μετά τα μεσάνυχτα του Σαββάτου 29 προς Κυριακή 30 Μαρτίου 1952, παρατηρούνται έκτακτα αστυνομικά μέτρα στην Αθήνα. Κατά τις 2 τη νύχτα, η αστυνομία αποκλείει ολόκληρη την περιοχή της Καλλιθέας, όπου βρίσκονται οι φυλακές, και απαγο­ρεύει να πλησιάσει οποιοσδήποτε. Στις 2.55 φτάνει στις φυλακές ο β.επίτροπος, συνταγματάρχης Κ.Αθανασούλης. Δεκαπέντε τζιπ και δύο φορτηγά του στρατού με αξιωματικούς της ΑΣΔΑΝ και της ΕΣΑ, στρατιώτες, αστυνομικούς και χωροφύλακες, βρί­σκονται ήδη εκεί. Ο β.επίτροπος δίνει τη διαταγή για τις εκτελέ­σεις στον διευθυντή των φυλακών Προεστόπουλο και διατάζει τον υπαρχιφύλακα να ξυπνήσει τους μελλοθάνατους. Ο Μπελογιάν­νης καταλαβαίνει αμέσως τι συμβαίνει, ντύνεται αστραπιαία και ζητά ν'ανοίξουν το κελί της γυναίκας του Έλλης Ιωαννίδου για να την αποχαιρετήσει. Του το αρνούνται. Αποχαιρετιώνται για πάντα από τα κάγκελα.
Ξυπνούν κι οι άλλοι μελλοθάνατοι. Ο Μπάτσης διατηρεί την ψυχραιμία του. Ζητά και του αγοράζουν τσιγάρα και κόλλες χαρ­τί. Γράφει κάτι και το παραδίνει στον φύλακα.
-   Είναι οι τελευταίες μου θελήσεις, λέει.
Ο Καλούμενος ρωτά τον υπαρχιφύλακα:
-    Τι τρέχει;
-    Θα σας πάνε σε άλλες φυλακές, απαντά εκείνος.
Καθώς προχωρούν στον διάδρομο, ρωτά τον Μπελογιάννη:
-    Μας πάνε για εκτέλεση;
-    Μας πάνε για καθαρό αέρα, σχολιάζει εκείνος, σαν να μο­νολογεί.
Στο γραφείο της διευθύνσεως τους περιμένουν ο β.επίτροπος και ο διευθυντής των φυλακών. Λίγο παραπέρα, στην αίθουσα των δικηγόρων τούς περιμένει ο στρατιωτικός ιερέας, ο αρχιμαν­δρίτης Ρεβίθης. Οι τρεις δέχονται να κοινωνήσουν. 0 Μπελογιάν­νης όχι. Ο αρχιμανδρίτης θ'αφηγηθεί αργότερα:
«Προχώρησε προς εμέ με σταθερόν το βήμα και εγώ προς αυτόν (...). Δεν με άφησε να τελειώσω και μου λέγει με ήπιον και ευγενή τρόπον: "Πάτερ, σας παρακαλώ να σεβασθήτε αυτήν την στιγμή. Τι τα θέλετε αυτά; Τι να μου πήτε και τι να σας πω;" Σας παρακαλώ, αφήστε με». Προ­σπάθησα να ασκήσω όλη την πνευματικήν μου επιρροήν. Μου επανέλαβε και πάλιν: "Σας παρακαλώ, σεβαστήτε αυτή τη στιγμή. Πηγαίνω για εκτέλεση". Δεν ηδυνάμην να επιμείνω. Με χαιρέτησε υποκλιθείς και εξήλθε».
Ο Μπάτσης ζητά την τελευταία στιγμή να τον φέρουν σε επα­φή με τον I.Πανόπουλο, τον διευθυντή της αστυνομίας στο Υπουρ­γείο Εσωτερικών. Σε λίγο όμως του απαντούν ότι δεν είναι δυνα­τόν να τον βρουν. Του το επιβεβαιώνει ο επίτροπος. Ο Πανόπουλος λείπει πραγματικά. Έχει πάει στην εξοχή, στο Μεγάλο Πεύκο. Αυτή η απουσία, τις ώρες που θα γίνει η εκτέλεση τεσσάρων πο­λιτικών καταδίκων, θα γεννήσει αργότερα ορισμένα ερωτηματι­κά. Τώρα όμως δεν γίνεται τίποτε. Ο Μπάτσης βαδίζει προς τον θάνατο μαζί με τους άλλους τρεις συντρόφους του.
Στις 3.25, αφού τους περνούν και χειροπέδες, οι τέσσερις μελλοθάνατοι ανεβαίνουν στο υπ'αριθ. 99 αυτοκίνητο - κλούβα της χωροφυλακής. Λίγο πριν ανέβει στο αυτοκίνητο, ο Μπελο­γιάννης στρέφεται προς τα κελιά και φωνάζει «Γεια χαρά» σ'εκείνους που θα ζήσουν. Η φάλαγγα των αυτοκινήτων ξεκινά. Πί­σω από την κλούβα ακολουθούν τα αυτοκίνητα με το εκτελεστι­κό απόσπασμα της ΕΣΑ, τον επίτροπο, τους αξιωματικούς, τους στρατιώτες, τους αστυνομικούς και τους χωροφύλακες.
Η μακάβρια πομπή ακολουθεί τη διαδρομή Λ.Συγγρού – Στάδιο – Ρηγίλλης - Λ.Β.Σοφίας - Μεσογείων. Στις 3.48 φτάνουν στο Γουδί. Στις 4 ακριβώς οι μελλοθάνατοι κατεβαίνουν από την κλού­βα. Ο γνωστός τόπος των εκτελέσεων φωτίζεται από τους προ­βολείς. Οι πολιτικοί κρατούμενοι των φυλακών «Σωτηρίας» έχουν ξυπνήσει και φωνάζουν ρυθμικά: «Όχι άλλο αίμα». Οι τέσσερις μελλοθάνατοι παίρνουν τις θέσεις τους. Είναι ακόμα βαθύ σκο­τάδι και δεν πρόκειται να ξαναδούν το φως της μέρας. Ο επί­τροπος τους διαβάζει την καταδικαστική απόφαση και τους κάνει επίσημα γνωστό πως απορρίφτηκαν οι αιτήσεις τους για χάρη. Τους ρωτά αν έχουν τίποτε να πουν. Απαντούν και οι τέσσερις αρνητικά. Ο β.επίτροπος απομακρύνεται κι οι τέσσερις μένουν αντιμέτωποι με το εκτελεστικό απόσπασμα. Στις 4.12 ακούγεται το παράγγελμα «Πυρ» κι αμέσως η ομοβροντία. Τα τέσσερα κορ­μιά σωριάζονται. Σε λίγο ακούγονται δώδεκα βολές περιστρόφου. Είναι οι χαριστικές. Η αυλαία του δράματος έχει κλείσει. Το μίσος, τα εμφύλια πάθη, η ψυχρή σκοπιμότητα, ο φόβος, η επι­δίωξη της Άκρας Δεξιάς, του ΙΔΕΑ, των Αμερικανών, των Ανα­κτόρων να μην πραγματοποιηθεί η συμφιλίωση των Ελλήνων έχουν, πρόσκαιρα, νικήσει.
Τα πτώματα μένουν εκεί ως τις 6.45 το πρωί, φρουρούμενα από στρατιωτική δύναμη. Την ώρα εκείνη τα παραλαβαίνει το υπ'αριθ. 111 αυτοκίνητο του Δήμου. Τα θάβουν στο Γ Νεκροτα­φείο, χωρίς να επιτρέψουν στους δικούς τους ούτε τον «τελευταίο ασπασμό».