Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

ΣΠΥΡΟΣ ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΣΤΗ ΧΟΥΝΤΑ

Εκλογές

Ο προεκλογικός αγώνας έγινε με αρκετό πάθος αλλά χωρίς σο­βαρά επεισόδια, τουλάχιστον σε μεγάλη έκταση. Ύστερα από μια τετραετία αίματος, μίσους και καταστροφών, και, σε σύγκριση με τις εκλογές και το αιματηρό δημοψήφισμα του 1946, η εκλογική αναμέτρηση του 1950 φάνηκε ειδυλλιακή. Για τους λόγους που αναφέραμε, όλοι ήθελαν να μην υπάρξει αμφισβήτηση του απο­τελέσματος. Και ο Παπάγος ως αρχιστράτηγος κατέβαλε προσπάθειες να μην υπάρξουν ανοιχτές παρεμβάσεις του στρατού. Έπρεπε να υπάρξει μια υποδειγματική δημοκρατική διαδικασία για να σταματήσουν οι κατηγορίες για «μοναρχοφασιστικό κα­θεστώς». Αυτή ήταν και η επιθυμία των Άγγλων και των Αμερι­κανών. Εξάλλου, ο Παπάγος γνώριζε ότι η τρομοκρατία και η ψυ­χολογική βία θα ωφελούσαν τους Λαϊκούς και δεν είχε κανένα λόγο να ενισχύσει το κόμμα του Τσαλδάρη.
     Φυσικά, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι οι εκλογές ήταν ανεπίληπτες και ότι υπήρχαν συνθήκες ίσης αναμετρήσεως για όλους. Η Δημοκρατική Παράταξη είχε συνδυασμούς μόνο στις μεγάλες πόλεις και σε ορισμένες άλλες εκλογικές περιφέρειες. Το κλίμα δεν ευνοούσε την κάθοδο της στις περισσότερες επαρ­χίες. Το ΣΚΕΛΔ κατάγγειλε επιθέσεις κατά του Τσιριμώκου στην Καλλιθέα και κατά του Σβώλου στο Ηράκλειο Κρήτης, κα­θώς και συλλήψεις και εκτοπίσεις στελεχών του. Και οι υποψή­φιοι της ΕΠΕΚ κατάγγειλαν επιθέσεις εναντίον τους από ενόπλους ΜΕΑ στην Κοζάνη και στα Τρίκαλα. Ο υφυπουργός Δημοσίας Τά­ξεως, στρατηγός Μανιδάκης, ύστερα από μια επίσκεψή του στην Πελοπόννησο, είχε δηλώσει ότι υπάρχει τάξη και ότι «οι κάτοικοι ευχαρίστως θα έβλεπαν την διάλυσιν των οργάνων ΜΕΑ, αι οποίαι δεν έχουν πλέον λόγον υπάρξεως». Αλλά το ΓΕΣ αντέδρασε αμέ­σως με την παρακάτω ανακοίνωση του:

«Εξ αφορμής αναγραφεισών απόψεων εις τον Τύπον πε­ρί αφοπλισμού των μονάδων ΜΕΑ, ανακοινούνται ότι αι μονάδες αύται αποτελούν κρατικήν ένοπλον οργάνωσιν, διοικούνται υπό αξιωματικών του στρατού και είναι υπό τον αυστηρόν έλεγχον των στρατιωτικών Αρχών με αποστολήν να συμπληρώσουν το έργον ασφαλείας των στρα­τιωτικών Αρχών και των σωμάτων ασφαλείας. Ουδεμία σκέψις δύναται να γίνη περί αφοπλισμού) των ή καταργήσεώς των, διότι οι κίνδυνοι του κομμουνισμού δεν έπαυ­σαν να απειλούν την ασφάλειαν της χώρας...» (Εφημερί­δες, 28 Ιανουαρίου 1950).

Ο στρατός, όπως είχε αποφασιστεί από την κυβέρνηση, ασκούσε το εκλογικό του δικαίωμα. Αξιωματικοί και στρατιώτες ψήφιζαν, όπου βρίσκονταν, αλλά τους υποψηφίους της περιφερείας από την οποία κατάγονταν. (Εκτός αν είχαν εκλογικό βιβλιάριο, οπότε ψή­φιζαν τους υποψηφίους της περιφερείας στην οποία ήταν γραμ­μένοι). Με τον ίδιο τρόπο ψήφισαν και οι χιλιάδες κρατούμενοι και στρατιώτες της Μακρονήσου, όπου την ημέρα των εκλογών εγκαταστάθηκαν εκλογικά τμήματα και έφτασαν οι εφορευτικές επι­τροπές και οι αντιπρόσωποι όλων των κομμάτων. Το αποτέλεσμα μάλιστα ήταν απογοητευτικό για τους «αναμορφωτάς»: οι περισσότεροι «ανανήψαντες» εψήφισαν ΕΠΕΚ και Δ.Π.
     Σ'όλο το διάστημα της προεκλογικής περιόδου συνεχίζονταν σποραδικές ή και συστηματικότερες επιχειρήσεις κατά υπο­λειμμάτων του Δημοκρατικού Στρατού και αναγγελλόταν κάθε τόσο η «εξόντωσις συμμοριών» σε Μακεδονία, Κρήτη, Εύβοια κ.λ.π. Ο στρατιωτικός νόμος είχε αρχίσει να αίρεται κλιμακωτά από τον Δεκέμβρη του 1949, αλλά παρέμενε σε αρκετές περιο­χές, όπως ήταν φυσικό. Η συντηρητική επιθεώρηση του Λονδί­νου Εκόνομιστ, σε ανταπόκριση της από την Αθήνα έγραφε, στις 2 Μαρτίου:

«Αι εκλογαί διεξάγονται υπό το φάσμα του φόβου και με τον Εμφύλιον τόσον πρόσφατον, ώστε να μην επιτρέπη δι­αυγή κρίσιν. Αι φυλακαί είναι γεμάται και εις την Μακρόνησον και Τρίκερι υπάρχουν πάρα πολλοί ύποπτοι χωρίς τίποτε εναντίον τους, εκτός ίσως συγγενούς συμπολεμήσαντος με τους αντάρτες, είτε κατηγοριών τρίτων προσώ­πων. Ακόμη και εάν αι πρακτικαί δυσχέρειαι των εκλογών δύνανται να υπερνικηθούν - η πλήρης αναθεώρησις των εκλογικών καταλόγων και η ματαίωσις του επηρεασμού διά της βίας των όπλων -, η ατμόσφαιρα της εντάσεως και της οξύτητος παραμένει». (Το Βήμα. 28 Ιανουαρίου 1950.)

     Μια απεργία των εργατών Τύπου, που κράτησε περίπου ένα μήνα (από τις 29 Ιανουαρίου ως τις 25 Φεβρουαρίου), δυσκόλεψε την προσπάθεια των νέων κομματικών σχηματισμών να εκλαϊ­κεύσουν τα προγράμματά τους. Παρ'όλα αυτά, οι εκλογές γίνονταν με πολύ καλύτερες συνθήκες απ'ό,τι μπορούσε να περιμέ­νει η αντιπολίτευση και ιδίως η Αριστερά, ύστερα από τόσο αίμα που είχε χυθεί. Εξάλλου ήταν φανερό ότι το κήρυγμα της «Αλλαγής» του Νικολάου Πλαστήρα έβρισκε πολύ μεγάλη απήχηση. Η προεκλογική συγκέντρωση της ΕΠΕΚ στην πλατεία Κλαυθμώνος, στις 27 Φεβρουαρίου, ήταν πολύ μεγάλη και παλλομένη από εν­θουσιασμό. Ο Σοφοκλής Βενιζέλος, που κατάλαβε το μεγάλο ρεύ­μα υπέρ του Πλαστήρα, για να συγκρατήσει τους Φιλελευθέρους έριξε επίσης συνθήματα «κατά της απλήστου ολιγαρχίας», υπέρ της ισοπολιτείας και της «λήθης του παρελθόντος».