Η ΕΠΕΚ και η καταγωγή της
Νέοι κομματικοί σχηματισμοί, που διεκδικούσαν ο πρώτος την εξουσία, ο δεύτερος σημαντικό αριθμό ψήφων, ήταν η ΕΠΕΚ και η Δημοκρατική Παράταξις.
Η ίδρυση της ΕΠΕΚ επηρέασε για μερικά χρόνια την πολιτική ζωή στην Ελλάδα.
Ο Νικόλαος Πλαστήρας και ο Εμμανουήλ Τσουδερός. που ονόμαζε το κόμμα του Δημοκρατικόν Προοδευτικόν, ανακοίνωσαν στις 14 Ιανουαρίου 1950 την απόφαση τους να συμπράξουν σε ενιαίο κόμμα με την επωνυμία «Εθνική Προοδευτική Ένωσις Κέντρου» (ΕΠΕΚ). Ο Τσουδερός είχε αρχίσει από τον Σεπτέμβρη τις περιοδείες του στην Κρήτη, όπου κήρυσσε την ανάγκη δημιουργίας μιας «τρίτης δυνάμεως» από «νέα πρόσωπα και νέα κόμματα, προοδευτικά και μεταρρυθμιστικά».
Ο Τσουδερός, πλάι στον Πλαστήρα, ήταν μια εγγύηση για τους Αγγλοαμερικανούς ότι η ΕΠΕΚ θα τηρούσε φιλοσυμμαχική πολιτική. Εγγύηση για τους Αμερικανούς ήταν και η παρουσία στο στενό περιβάλλον του Πλαστήρα του I.Μοάτσου, ο οποίος είχε περάσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Πλαστήρας ένιωθε υποχρεωμένος απέναντι στον Μοάτσο (είχε βοηθήσει τον στρατηγό σε δύσκολες στιγμές της ζωής του, όταν ήταν εξόριστος στη Γαλλία), έτρεφε φιλικά αισθήματα απέναντι του και τον είχε έναν από τους κυριότερους πολιτικούς συμβούλους του.
Εκείνο που έκανε «ύποπτο» τον Ν. Πλαστήρα σε ορισμένους συμμαχικούς κύκλους και που εκμεταλλευόταν κυρίως η Δεξιά σε βάρος του ήταν το ότι στη διάρκεια του Ανταρτοπολέμου είχε πάρει μέρος σε μια κίνηση για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες και να εγγυηθούν την ουδετερότητα της Ελλάδας οι μεγάλες δυνάμεις. Η κίνηση αυτή εκδηλώθηκε τον Νοέμβριο του 1948, δηλαδή μέσα στη μεγαλύτερη ένταση του Ανταρτοπολέμου, με ένα τηλεγράφημα εννιά πρώην υπουργών προς τον τότε πρόεδρο της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ Αυστραλό υπουργό Εξωτερικών Έβατ, που είχε αναλάβει πρωτοβουλία για την ειρήνευση στην Ελλάδα με συμβιβασμό και συνεννόηση ανάμεσα στις βαλκανικές δυνάμεις. Το τηλεγράφημα, που το υπέγραφαν οι πρώην υπουργοί Περικλής Αργυρόπουλος, Νικόλαος Ασκούτσης, Γεώργιος Καρτάλης, Ν.Κολυβάς, Κ.Μανέττας, Στρατηγόπουλος, Βοραζάνης, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Μπένσης και ο απόστρατος στρατηγός Λ.Σακελλαρόπουλος, είχε ως εξής:
«Η αναληφθείσα υπό της Αυστραλιανής Αντιπροσωπείας πρωτοβουλία εγένετο δέκτη μετά πλήρους ικανοποιήσεως παρά της μεγάλης πλειονότητος του ελληνικού λαού, φρονούσης ότι ο Εμφύλιος Πόλεμος δεν πρέπει να λήξη ειμή διά συμβιβαστικών μέτρων. Εξάλλου αι προσπάθεια, Υμών, όπως φέρητε τα βαλκανικά έθνη εις άμεσον συνεννόησιν, είναι αι μόναι ικαναί να επαναφέρουν την ειρήνην εις τα Βαλκάνια και να εξασφαλίσουν την ανεξαρτησίαν των λαών και την ακεραιότητα των εδαφών των. Χάρις εις το γόητρον της Αυστραλιανής Αντιπροσωπείας είμεθα βέβαιοι ότι η υμετέρα παρέμβασις θα στεφθεί υπό επιτυχίας και ο ελληνικός λαός θα σας εγγράψει εις την Ιστορίαν του ως ειρηνοποιόν».
Το τηλεγράφημα προκάλεσε εκρήξεις οργής της Δεξιάς, αλλά και ορισμένων βενιζελικών στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο Σοφοκλής Βενιζέλος δήλωσε στη Βουλή ότι ο Βοραζάνης, ο μόνος βουλευτής που είχε υπογράψει το τηλεγράφημα, διαγράφηκε από το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Ο Γεώργιος Βοραζάνης ήταν ένα από τα πιο μορφωμένα μέλη του ελληνικού πολιτικού κόσμου. Γεννήθηκε στην Ήπειρο το 1898. Σπούδασε νομικά και οικονομικές επιστήμες σε ξένα πανεπιστήμια. Είχε εκλεγεί πολλές φορές βουλευτής και διετέλεσε υπουργός Οικονομικών το 1945. Πέθανε στις 17 Αυγούστου 1965. Ενώ οι Κανελλόπουλος και Βενιζέλος αποδοκίμαζαν την πράξη του, ο Βοραζάνης δεχόταν επίθεση από συναδέλφους του, που με κραυγές «προδότη», με κλοτσιές και γροθιές τον έδιωχναν από την αίθουσα των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου. Ο Βοραζάνης - όπως γράφει η Ακρόπολις της 9ης Νοεμβρίου 1948 - «συρόμενος και δερόμενος εκβάλλεται (...) προς τους διαδρόμους», όπου συνεχίζεται το άγριο ξυλοκόπημα από συναδέλφους του.
Και οι εννιά που υπέγραψαν το τηλεγράφημα ήταν το 1949 - και το 1950 - στελέχη της κινήσεως του Πλαστήρα. Ήταν φυσικό λοιπόν να έχει δημιουργηθεί χάσμα ανάμεσα σε αυτούς και τη Δεξιά αλλά και σε ένα μέρος των Βενιζελικών.