Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΦΡΙΚΗΣ (μέρος 1ο)
Κατά το τέλος Ιουνίου 1969 πήρα από την Ελλάδα το παρακάτω γράμμα, χωρίς υπογραφή:
«Θέλω να ελπίζω ότι ένα άλλο γράμμα μου με πολλές πυκνογραμμένες σελίδες, που έστειλα μέσω Γενεύης σήμερα. Θα φθάσει τελικά στα χέρια σας. Δεν ετόλμησα να το εμπιστευτώ στο ταχυδρομείο. Ένας φίλος που έφευγε για την Ελβετία δέχτηκε να το πάρει. Ξηλώσαμε μαζί τον πάτο της βαλίτσας του, απλώσαμε τα χαρτιά με συμμετρία για να μην εξέχει τίποτε και τον ξαναράψαμε με προσοχή. Στο αεροδρόμιο, από μακριά, παρακολουθούσα τον έλεγχο του τελωνείου. Όταν η βαλίτσα πέρασε – χωρίς να την ανοίξουν – άφησα να βγει βαθιά η κρατημένη μου ανάσα. Και από την εξέδρα του αεροδρομίου, την εξέδρα με τα δακρυσμένα μάτια, είδε σε λίγο το ατσαλένιο πουλί να ξεκολλάει από την ελληνική γη και μουγκρίζοντας ν’αφήνει τον αέρα της σκλαβιάς. Εγώ γύριζα πίσω στη μοίρα μου. Αλλά το γράμμα τώρα θα περνάει τα σύνορα και θα πετάει μακριά από το κλουβί του φόβου, σε χώρες ελεύθερες.
Δεν έχει καμιά λογοτεχνική αξίωση το φτωχό μου γράμμα. Λέει όμως την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Και απευθύνεται στις ζεστές καρδιές όλου του κόσμου με την πονεμένη κραυγή: Κάνετε ότι μπορείτε σεις οι ελεύθεροι για μας τους σκλάβους. Κάντε κάτι…»
Το γράμμα με τις πολλές πυκνογραμμένες σελίδες ήρθε από τη Γενεύη λίγες ημέρες αργότερα. Και διαβάζοντάς το ανατρίχιαζα σε κάθε σελίδα, σε κάθε γραμμή. Οι λιτές φτάσεις, οι απλές σκέψεις, έκαιγαν σαν πυρωμένο σίδερο. Αισθάνομαι το ιερό χρέος να τα παραθέσω ακέραιο – χωρίς καμιά αφαίρεση ή προσθήκη – σ’αυτό το βιβλίο. Οι μόνες διορθώσεις που έκρινα ότι έπρεπε να κάνω – και έκανα – είναι ένα ονοματεπώνυμο και μια διεύθυνση. Μη έχοντας το δικαίωμα να εκθέσω σε κίνδυνο μια ξένη ζωή άλλαξα το όνομα και (μια διεύθυνση κατοικίας) του προσώπου που έγραψε το γράμμα. Τίποτ’άλλο.
«Το όνομά μου είναι Ηλέκτρα Παπά. Είμαι 26 χρονών και έχω τελειώσει τη Σχολή Καλών Τεχνών. Ζωγραφίζω καλά, χωρίς να θεωρώ τον εαυτό μου κανένα σπουδαίο ταλέντο. Δύο χρονιές πήρα μέρος στην Πανελλήνια Έκθεση Ζαππείου. Οι γονείς μου ανήκουν στην λεγόμενη ανώτερη αστική τάξη και ψήφιζαν πάντοτε το κόμμα της Δεξιάς: Παπάγο, Καραμανλή, Κανελλόπουλο. Δεν συμπαθούν τη δικτατορία της Χούντας, αλλά την ανέχονται. Ο πατέρας λέει ότι οι Αμερικανοί θ’αποκαταστήσουν σιγά σιγά την ομαλότητα.
Εδώ και τρία χρόνια ζω μόνη μου σ’ένα διαμέρισμα της οδού Χάρητος.
Στον πολύ στενό κύκλο της ζωής μου ανήκει και ο Μανώλης. Σπουδάζει οικονομικές επιστήμες στο Χάρβαρντ. Φέτος (1969) τελειώνει. Τον πρωτογνώρισα στις αρχές του 1967, που είχε ΄ρθει στην Ελλάδα για να δει τους δικούς του. Ο Μανώλης ανήκει στη σπάνια κατηγορία των ανθρώπων που δεν τους φτάνει να είναι καλοί. Κάνουν και τους άλλους καλύτερους. Αγαπηθήκαμε αμέσως και σχεδιάζαμε να παντρευτούμε στο τέλος των σπουδών του. Το όνειρό μου ήταν να κάνω δέκα παιδιά και να ζαλίζομαι τυλιγμένη από τη μουσική σκάλα των δέκα διαφορετικών φωνών. Σήμερα με τις φρικτές εμπειρίες που έζησα ξαναζωντανεύω τα όνειρά μου και μου φαίνονται σαν να ανήκουν σε κάποια άλλη σβησμένη ζωή. Και όμως έχουν περάσει από τότε δύο μόνο χρόνια.
Το αστροπελέκι για την πατρίδα έπεσε στις 21 Απριλίου. Για μένα έπεσε στις 23 Νοεμβρίου, εφτά μήνες αργότερα. Ντρέπομαι τώρα που το γράφω, αλλά το πρώτο αστροπελέκι δεν το πολυαισθάνθηκα. Ο κόσμος μου ήταν ο Μανώλης, οι γονείς μου, η ζωγραφική και τα όνειρά μου/ και τον «κόσμο μου» οι συνταγματάρχες δεν τον είχαν αγγίξει. Γιατί να είναι απαραιτήτως κακοί; Έλεγα μέσα μου αναμηρυκάζοντας λόγια του πατέρα… Εξακολουθούσα να είμαι ερωτευμένη, ευτυχισμένη, ονειροπαρμένη. Εκείνα τα πατριωτικά θούρια που τρυπούσαν το μυαλό μόλις άνοιγες το ραδιόφωνο… Ας έκαναν το ίδιο και οι άλλοι να μην τους ενοχλεί η προπαγάνδα. Εφημερίδα δεν διάβαζα. Που και που έριχνα καμιά ματιά στην καλλιτεχνική σελίδα. Για την πολιτική, γενικά, είχα ένα θώρακα αδιαφορίας. Η πολιτική, έλεγα, αφορά τους πολιτικούς, όπως η ζωγραφική του ζωγράφους. Από τον πατέρα μου άκουγα παλιότερα ότι ίσως ο Ανδρέας Παπανδρέου κάνει κίνημα. Το κίνημα έγινε, αλλά το έκανα οι εχθροί των Παπανδρέου. Και το ένα κακό, σκεφτόμουνα, και το άλλο χειρότερο. Στο τέλος τέλος αυτό που έγινε έχει πίσω του την Αμερική. Το άλλο θα είχε τη Ρωσία… Μας συνέβη, επομένως το μικρότερο κακό…
Ο Μανώλης είχε απελπιστεί με την παιδικότητα της πολιτικής μου σκέψης και απέφευγε τέτοιου είδους συζητήσεις. Αλλά στις 21 Απριλίου αντίκρισα ένα Μανώλη ανήσυχο, ταραγμένο, και νευρικό. «Αυτό είναι καταστροφή», έλεγε και ξανάλεγε βηματίζοντας. «Μας αλυσόδεσαν». Εγώ που παρακολουθούσα δύσπιστα, ρίχνοντας ματιές στα χέρια μου, που – δόξα σοι ο Θεός – δεν είχαν αλυσίδες. Να που οδηγεί, σκεφτόμουνα, το πάθος της πολιτικής υπερβολής…
Έφυγε στα μέσα Αυγούστου για την Αμερική. Τα σχέδιά μας ήταν να εγκατασταθούμε, αργότερα, μετά το γάμο, στην πολιτεία που θα έπιανε δουλειά. Έμεινα μόνη με τα όνειρά μου και μ’αυτά έχτιζα από τώρα την καινούργια ζωή στην ξενιτιά. Δούλευα εντατικά για να τελειώσω τους μισοτελειωμένους πίνακες και τελειοποιούσα τα αγγλικά μου. Η ζωή μου κυλούσε όπως πριν από τις 21 Απριλίου. Ο ήλιος εξακολουθούσε να λάμπει ζεστός. Τα λουλούδια άφηναν και τώρα το εξαίσιο άρωμά τους. Τα πουλιά τιτίβιζαν όπως και άλλοτε. Και η εγωιστική μου εξοχότητα έχωνε με την επιπολαιότητα της στρουθοκαμήλου το κεφάλι στην άμμο της αδιαφορίας για τον υπόλοιπο κόσμο.
Αρχές Σεπτεμβρίου έμαθα από τη μητέρα μου ότι είχαν πιάσει τη Νέλλη, μια παλιά μου συμμαθήτρια στο κολέγιο. Ήταν ένα κορίτσι με πολύ ίσιο χαρακτήρα και με αίσθημα ευθύνης. Σπούδαζε μουσική και σύχναζε στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μίκη Θεοδωράκη. Κανείς δεν ήξερε γιατί την έπιασαν. Ούτε και που την κρατούσαν. Όταν η μητέρα της πήρε ένα δικηγόρο και πήγαν στη Γενική Ασφάλεια με μια κουβέρτα και φαγητό τους έδιωξαν με τις κλοτσιές. «Με τις κλοτσιές την κυρία…;» ρώτησα με ένα τόνο ειρωνικής κακίας, μη μπορώντας να συλλάβω την εικόνα της ψηλομύτας μαμάς της Νέλλης, με τις ανακτορικές σχέσεις, ν’αντιμετωπίζει τέτοια ασυνήθιστη μεταχείριση. «Μην αστειεύεσαι», μου παρατήρησε κάπως αυστηρά η μητέρα. «Η Νέλλη κινδυνεύει».
Κατέβασα τα μάτια. Για πρώτη φορά άρχισα να συνειδητοποιώ την καινούργια κατάσταση. Άθελα ξανακοίταξα τα χωρίς αλυσίδες χέρια μου. Η Νέλλη όμως; Και οι άλλες Νέλλες και οι άλλοι ανώνυμοι άντρες και γυναίκες; Κι εγώ τι κάνω πέρα από το να ονειροπολώ και να ζωγραφίζω γλυκερά ηλιοβασιλέματα; Θυμήθηκαν μια φράση του Μανώλη: «Ο πραγματικός άνθρωπος δεν μπορεί να αισθάνεται ευτυχισμένος μέσα σ’ένα κοινωνικό περιβάλλον που το καταπιέζει η οργανωμένη βία».
Μήπως ήταν η περίπτωσή μου;
Θέλοντας να κάνω κάτι για τη Νέλλη πήγα σε μερικούς ισχυρούς γνωστούς μου. Όλοι κουνούσαν το κεφάλι τους αποθαρρυντικά. Σ’αυτές τις υποθέσεις, που είπε ένας, και η απλή εκδήλωση ενδιαφέροντος δημιουργεί κινδύνους.
Πέρασαν δύο μήνες. Ένα πρωινό βγαίνοντας από το σπίτι μου, στη γωνιά του άλλου δρόμου, έπεσα πάνω στη Νέλλη. Δεν την αναγνώρισα αμέσως. Στεκότανε μπροστά μου, φοβερά αδυνατισμένη, με μάτια και μάγουλα ρουφηγμένα. Ένα χαμένο βλέμμα κι ένας ανεπαίσθητος σπασμός στο κάτω χείλος σου ΄διναν ολοφάνερη την αίσθηση του μεγάλου πόνου, σωματικού και ψυχικού. Έδειχνε δέκα χρόνια πιο μεγάλη. Περπατούσε με πατερίτσες.
«Πάμε σπίτι μου να μιλήσουμε», της είπα. Αρνήθηκε: «Όχι, όχι. Θα βρεις τον μπελά σου. Με παρακολουθούν». Την τράβηξα από το χέρι μ’επιμονή και την έφερα στο σπίτι. Σωριάστηκε σ’ένα καναπέ και την έπιασε ένα υστερικό κλάμα που τράνταζε ολόκληρο το κορμί της. την άφησα να ηρεμήσει. Έψησα καφέ και ανάβοντας τσιγάρο και για τις δύο κάθισα στο χαλί κοντά και χάιδευα τα χέρια της. αυτά τα χέρια είχαν φορέσει τις αλυσίδες. Τα σημάδια ήταν ανατριχιαστικά. «Είμαι ένας χαμένος άνθρωπος». Ήταν τα πρώτα λόγια της. προσπάθησα να την παρηγορήσω. Σε καταλαβαίνω. Ταλαιπωρήθηκες. Βασανίστηκες. Όλα όμως περνάνε. Ακόμη και ο πιο δυνατός πόνος. Τώρα είσαι ελεύθερη. Ανασηκώθηκε περισσότερο πονεμένη παρά αγριεμένη. Μια αστραπή φώτισε τα ρουφηγμένα μάτια της: «Ελεύθερη, είπες; Ξέρεις όμως γιατί είμαι ελεύθερη;» Και ξαναμμένη συνέχισε: «αφού δεν το ξέρεις θα στο πω. Και να το φωνάξεις σ’όλο τον κόσμο. Για να’ρχονται και να με φτύνουν. Αυτό μου αξίζει. Άκουσε λοιπόν. Μ’άφησαν γιατί πρόδωσα. Εξαγόρασα αυτό που εσύ λες ΄΄ελευθερία΄΄ δίνοντας δύο ονόματα. Τα ονόματα των πιο πιστών και αγαπημένων φίλων μου. Κι αυτή τη στιγμή τα δύο παλικάρια βασανίζονται, μέρα – νύχτα, στην ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας, ως που να πουν κι αυτοί άλλα ονόματα και να συνεχιστεί η αλυσίδα, ωσότου όλη τούτη η χώρα μεταβληθεί σε μια κοιλάδα με ανθρώπινα κουρέλια χωρίς ψυχή, χωρίς θέληση, χωρίς τίποτα. Να το μεγάλο ιδανικό της δικτατορίας. Η κοινωνία των νεκρών ψυχών».
Το ξέσπασμα του πόνου, το ξύσιμο της ανοιχτής πληγής την ανακούφιζε. Αλλά στη δική μου συνείδηση τα λόγια της Νέλλης έπεφταν σαν αλύπητο μαστίγωμα. Ποιος από τους δύο μας ήταν περισσότερο ένοχος; Εκείνη που υπέκυψε στη βία ή εγώ που ζούσα στην ουδέτερη μακαριότητά μου και δεν μ’ένοιαζε για τίποτε άλλο εκτός από τη νησίδα της ατομικής ευτυχίας μου και τα φιλόδοξα όνειρα για εκθέσεις του ΄΄έργου΄΄ μου στις γκαλερί της Νέας Υόρκης.
Η Νέλλη συνέχιζε ν’αδειάζει τον εαυτό της. μονολογούσε μ’ένα σβησμένο βλέμμα: ΄΄ Οι βασανιστές’’, έλεγε ‘’δεν είναι άνθρωποι. Είναι ανθρωπόμορφα φίδια, εκπαιδευμένα από επιστημονικούς εγκεφάλους στην τέχνη του βασανισμού. Και εφαρμόζουν μια πλήρη μέθοδο, κλιμακωμένη σε διάφορα στάδια. Το βασικό της στοιχείο είναι η εναλλαγή του σωματικού και του ψυχικού πόνου. Η ΄φάλαγγα΄, το συνεχές χτύπημα με ρόπαλα στα πέλματα, είναι, όπως έμαθα, παλιά μέθοδος. Την χρησιμοποιούσαν και στη γερμανική Κατοχή και στα χρόνια του Εμφύλιου Πολέμου. Αλλά η σημερινή φάλαγγα είναι εξελιγμένη. Συνήθως χτυπούν σε γυμνά πόδια και έχουν μάθει να σταματούν ακριβώς στα όρια της γάγγραινας. Στο μεταξύ, το θύμα έχει λιποθυμήσει δύο – τρείς φορές και το έχουν συνεφέρει με κουβάδες νερό. Όταν τελειώνουν, λύνουν το δεμένο κορμί και το διατάσσουν να σηκωθεί και να περπατήσει. Το πόδι έχει γίνει μια ματωμένη σάρκινη μάζα, διπλάσια σε όγκο από πριν. Το θύμα σηκώνεται, αλλά μόλις το πόδι δεχτεί το βάρος του σώματος, ο πόνος γίνεται αβάσταχτος.
Το μαστίγιο δουλεύει τότε όπως στο δύστροπο άλογο. Το θύμα αναγκάζεται να περπατήσει. Το διατάσσουν να τρέξει. Πολλές φορές γλιστράει πάνω στο αίμα του και πέφτει. Οι δήμιοι απολαμβάνουν το θέαμα και αρχίζουν να χοροπηδάνε πάνω στο μισοπεθαμένο κορμί…
Όταν με πήγαν στην ταράτσα, αυτός που έκανε τον ΄καλό΄ είπε σιγά με φωνή που μου φάνηκε φιλική: ΄Ξάπλωσε στον πάγκο και μη βγάζεις τα παπούτσια σου. Θα πονέσεις λιγότερο΄. Ξάπλωσα μπρούμυτα, με έδεσαν με δύο σκοινιά για να μην κουνιέμαι και άρχισαν… Είπα μέσα μου: Τυχερή είμαι που μου άφησαν τα παπούτσια. Τα πρώτα χτυπήματα φάνηκαν ελαφρά. Αλλά πήγαιναν κρεσέντο. Όσο δυνάμωναν τόσο ένιωθα τον πόνο να σουβλίζει το μυαλό. Στην αρχή πίεσα τον εαυτό μου να μετράει τα χτυπήματα. Στο τριακοστό έχασα τον αυτοέλεγχό μου. Αισθανόμουνα να σβήνω. Όταν συνήλθα είδα να μου περιχύνουν στο κεφάλι και στα πόδια νερό. Το κεφάλι άντεχε ακόμη, αλλά τα πόδια, πρησμένα όπως ήσαν, αγωνίζονταν να στριμωχτούν στα παπούτσια. Το δέρμα των παπουτσιών έσπαζε. Οι σάρκες ξεχείλιζαν. Το νερό πολλαπλασίαζε τον πόνο. Ο ΄καλός΄ ήταν ξεκαρδισμένος στα γέλια. ΄Θα πεις κανένα όνομα;΄. Δεν έδωσα απάντηση. Ά΄, είπε, ΄μη με κάνεις να θυμώσω΄. Παρενέβη όμως ο ΄κακός΄: Άσ΄τηνε να ζήσει και σήμερα. Την σκοτώνουμε αύριο΄.
Μου έλυσαν τα σκοινιά.
΄Σήκω και προχώρα στη σκάλα΄, με διέταξαν. Έκαναν να σηκωθώ κι έπεσα κάτω βογκώντας. Περπατώντας με τα τέσσερα έφτασα στη σκάλα και άρχισα να την κατεβαίνω στηριζόμενη στα χέρια μου και αφήνοντας τα πόδια να σέρνονται. Ήμουνα ακόμη στο πάνω μέρος της σκάλας όταν με μια δυνατή κλοτσιά από πίσω κατρακύλησα ως κάτω. Έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν συνήλθα έπειτα από ώρες ήμουνα στο κελί μου κουλουριασμένη. Έκλαιγα από τους πόνους. Ακούγονταν φωνές απέξω. Διέκρινα τη φωνή του ΄καλού’: Άυτός είναι σκληρό καρύδι. Έξι ώρες στην ταράτσα και δεν θέλει να σπάσει. Ας πάνε άλλοι να συνεχίσουν΄. Έκανα τη σκέψη ότι εγώ στάθηκα τυχερή. Τη γλίτωσα με μια ώρα ταράτσα. Ίσως να είχα αποκοιμηθεί με το κεφάλι στα γόνατα, τότε που άκουσα την κλειδαριά του κελιού μου να τρίζει. Η πόρτα άνοιξε και στο πηχτό σκοτάδι διέκρινα δύο ανθρώπινες φιγούρες. ΄Κάνε γούστο την τρομάρα της΄, έλεγε ο ένας σιγά. Και πλησιάζοντας με κλότσησε ανάμεσα στα πόδια, ψηλά, με όλη του τη δύναμη.
Αναγκάστηκαν να με σηκώσουν όρθια και να με κρατάνε για να μην πέσω. Άκουσε δω κορίτσι μου’, είπε ο άλλος. ΄Να εξηγηθούμε από την αρχή. Ηρωίδα και ζωντανή δεν γίνεται να βγεις από της Μπουμπουλίνας. Κανένας δεν έχει βγει. (Έλεγε ψέματα). Λοιπόν, διάλεξε: Που θες να πάμε; Στο γραφείο για ονόματα ή στην ταράτσα για χορό;΄ Χωρίς να το σκεφτώ είπα σταθερά: ΄Στην ταράτσα΄.
Όσα έγιναν από εκείνη τη στιγμή τα θυμάμαι σαν ένα εφιαλτικό όνειρο. Εξαγριωμένοι από την απάντηση πέσανε πάνω μου σαν θεριά. Με χτυπούσαν αλύπητα με χέρια και με πόδια. Όταν πείστηκαν ότι ήμουνα ανίκανη να σηκωθώ με τύλιξαν σε μια κουβέρτα και μ’ανέβασαν στην ταράτσα. Δεν θα σου πω τι μου κάνανε… Ντρέπομαι να περιγράψω και σε σένα την εφευρετικότητά τους στα μαρτύρια σεξουαλικής διαστροφής. Ήρθαν κι άλλοι τρεις. Άρχισε να ξημερώνει. Μέσα στο στόμα μου είχαν βάλει για να μην φωνάζω ένα στουπί βουτηγμένο σε ανθρώπινες ακαθαρσίες. Έκανα συνεχώς εμετό, που τον κατάπινα. Ένας μου είπε: ‘Ένα όνομα μόνο και θα πας σπίτι σου΄. Έκανα με το κεφάλι μια κίνηση που σήμαινε ΄ναι΄. Μου έβγαλαν το κουρέλι.
Από τα σπλάχνα μου ξεχύθηκε η φρίκη της νύχτας σ’ένα ακατάσχετο εμετό. Μου έδωσαν νερό. Έπειτα είπα το όνομα. ‘Ένα ακόμη΄. Άκουσα τη φωνή του επικεφαλής. Αρνήθηκαν λέγοντας ότι δεν ξέρω άλλο όνομα. Κάποιος ξανάφερε το κουρέλι. Μου άνοιξαν το στόμα. Οι άλλοι ξαναπιάσανε δουλειά. Καθώς το βρόμικο πανί ερχόταν σ΄επαφή με το στόμα μου έχασα και την τελευταία δύναμη αντιστάσεως. Είπα και το δεύτερο όνομα. Θα’λεγα και τρίτο και τέταρτο, αλλά δεν ήξερα άλλα. Και όταν τους εξήγησα ότι από δω και πέρα ότι και να έλεγα θα αφορούσαν αμέτοχα πρόσωπα πείσθηκαν και με κατέβασαν στο κελί. Με κράτησαν όμως κοντά δύο μήνες. Υπέγραψα κι ένα σωρό χαρτιά. Ένα απ’αυτά έλεγε ότι η συμπεριφορά της αστυνομίας ήταν ΄πολιτισμένη και ανθρωπιστική΄. Σ’ένα άλλο διέψευδα με αγανάκτηση τη συκοφαντική εκστρατεία του διεθνούς κομμουνισμού περί βασανιστηρίων…
Όταν οι πληγές μου – εννοώ τις εξωτερικές – άρχισαν να κλείνουν με άφησαν ελεύθερη.. Τα δύο όμως παλικάρια που πρόδωσα είναι ακόμη στα χέρια τους. Και κάθε νύχτα οι εφιάλτες με ζώνουν. Πότε είμαι εγώ η ίδια βασανίστρια με το βούρδουλα στο χέρι. Πότε τα δύο παλικάρια είναι σταυρωμένα, όπως ο χριστός. Και εγώ στα πόδια τους ακούω τον ψίθυρο: ΄Γιατί, Νέλλη;΄».
Οι λυγμοί την ξανάπιασαν. Η ψυχή της πονούσε δυνατά.
΄΄Κατάλαβες τώρα΄΄, μου είπε με άγριο βλέμμα, ΄΄γιατί είμαι χαμένος άνθρωπος;΄΄. ανάσανε βαθιά και συνέχισε: ΄΄ Άκου και το τελευταίο. Θέλησα να ξαναδουλέψω στην αντίσταση. Ο άνθρωπος, που με πολλές προσπάθειες μπόρεσα να συναντήσω με κοίταξε συμπονετικά, με αντιμετώπισα επιφυλακτικά και μ’έδιωξε ευγενικά. ΄Αντίσταση!΄ είπε. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι τέτοιο. Εγώ πάντως δεν ανακατεύομαι… Άκουσα ότι σε είχαν πιάσει… Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να καθίσεις ήσυχα… Μη σε κρατά περισσότερο…΄΄.
Για πολύ ώρα μείναμε και οι δύο σιωπηλές. Ήμουνα αναστατωμένη. Πρώτη φορά ερχόμουνα καταπρόσωπο με την καυτή αλήθεια. Στα χαμένα μάτια της Νέλλης διέκρινα μια θαμπή λάμψη. Το ξαλάφρωμα της καρδιάς της και οι διεργασίες που διαισθανότανε να γίνονται μέσα μου της έκανα καλό. Δύο νεκρές ψυχές γίνονταν ζωντανοί άνθρωποι…
Παραλείπω λεπτομέρειες που μπορεί να είναι χρήσιμες στον εχθρό. Εκείνο που έχει κάποια σημασία είναι ότι μπήκα στον χορό. Ένα χορό που με συνεπήρε ολόκληρη κι έδωσε νόημα στον ανθρώπινο προορισμό μου. Παρ’όλα όσα πέρασα, παρά την εφιαλτική προοπτική που ανοίγεται για όλη μου τη ζωή, δεν μετανιώνω για τον δρόμο που διάλεξα. Και ευγνωμονώ την ώρα εκείνη που καθισμένη στο χαλί στα πόδια της Νέλλης άκουγα τη δραματική ιστορία της και ζούσα την εσωτερική μου μεταμόρφωση.
Στην αρχή με χρησιμοποίησαν σε δουλειές που δεν απαιτούσαν πείρα και γνώσεις, αλλά προϋπέθεταν εμπιστοσύνη, όπως το κρύψιμο καταδιωκόμενων προσώπων. Τα κατάφερνα καλά, χωρίς να πάθουμε ποτέ ζημιά. Έπειτα πήρα μέρος σε δυσκολότερες επιχειρήσεις. Μια απ’αυτές ήταν η μεγάλη διαδήλωση της οδού Ερμού. Ούτε δω θα σας πω οργανωτικές λεπτομέρειες. Η διαδήλωση ξέσπασε ξαφνικά σαν μπόρα. Στην ώρα της μεγάλης κυκλοφορίας. Δωδεκάμισι με μια το μεσημέρι. Φοιτητές και φοιτήτριες, σκορπισμένοι ανάμεσα στο πλήθος, έριξαν το πρώτο σύνθημα: ΄΄Λευτεριά΄΄, ΄΄Δημοκρατία΄΄. Στην αρχή βουβαμάρα, έπειτα ξεθάρρεμα. Χιλιάδες φωνές δόνησαν την ατμόσφαιρα. ΄΄Λευτεριά΄΄. Και χιλιάδες χέρια σηκώθηκαν κι έπιασαν στον αέρα τις προκηρύξεις που ρίχτηκαν από ψηλά κτίρια. Παρακολούθησα ως το τέλος την επιχείρηση και συγκράτησα τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες. Οι περισσότεροι έχωναν τις προκηρύξεις στις τσέπες τους. Οι γυναίκες βούρκωναν. Άλλες φοβόντουσαν. Ένα παιδί ως 13 χρονών έβαλε τρικλοποδιά στον αστυφύλακα που κυνηγούσε λυσσασμένος μια κοπέλα. Κι όταν μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό κατέφθασαν συντεταγμένες δυνάμεις της αστυνομίας και άρχισε το ανθρωποκυνηγητό, πολλές πόρτες άνοιξαν, για να φυγαδέψουν τους κυνηγημένους. Ως το απόγευμα συνεργεία αστυφυλάκων μάζευαν από τους δρόμους τα χρωματιστά χαρτιά, το φως της λευτεριάς.
Ένας έλληνας σπουδαστής στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον είχε ‘ρθει στην Αθήνα εκείνες τις ημέρες. Και παραπονιότανε γιατί στην Ελλάδα οι αντιστασιακές εκδηλώσεις ήσαν ακόμη μικρής εκτάσεως και δεν βοηθούσαν ΄΄το μέτωπο του εξωτερικού΄΄. Ιδίως η αμερικανική κοινή γνώμη χρειαζόταν – έλεγε – εντυπωσιακά πράγματα για να ξυπνήσει… Κάποιος του εξηγούσε τις δυσκολίες που έχουμε, την αφόρητη τρομοκρατία, τη φοβία του μεγάλου πλήθους. Εγώ άκουγα αγανακτισμένη. Ώστε οι κύριοι δημοκράτες του Πρίνστον δεν ήσαν ικανοποιημένοι από μας. Δεν τους συγκλόνιζε και δεν τους ξυπνούσε ο θρήνος στα στρατόπεδα, οι οιμωγές από την ταράτσα της Μπουμπουλίνας, από τις πολλές ταράτσες, από τα αναρίθμητα μπουντρούμια; Έκαναν λοιπόν ΄΄ανεπαρκή΄΄ αντίσταση τα χιλιάδες παλικάρια και τα κορίτσια που ξεκινούσαν μέσα στη νύχτα για να ετοιμάσουν και μοιράσουν τον παράνομο Τύπο, για να σκορπίσουν προκηρύξεις, για να τοποθετήσουν τα μαγνητοφωνημένα συνθήματα, για να κάνουν τα καθημερινά σαμποτάζ, για να τοποθετήσουν μιαν αυτοσχέδια μπόμπα; Ξέρουν ότι κάθε πρωί μετρούσαμε τις απώλειες, με βεβαιότητα ότι κάθε πιασμένος θα περνούσε την τραγωδία της Νέλλης και ότι πολλοί περισσότεροι θα’πρεπε να περάσουν στην παρανομία; Έμαθαν ποτέ πόσοι αγωνιστές, μη έχοντας καταφύγιο, κοιμόντουσαν μέσα στη βαρυχειμωνιά στα πάρκα ή σε μισοτελειωμένες οικοδομές, σαν κυνηγημένα ζώα;
Βγάζοντας από τη μέση τον εαυτό μου θέλω να φωνάξω και να μ’ακούσουν όλοι ότι το μεγάλο έπος της καινούργιας αντιστάσεως ήταν στους οκτώ μήνες του 1967. Τότε που το ποσοστό ασφαλείας ήταν μηδέν και το ποσοστό του κινδύνου εκατό. Ποτέ δεν θα ξεχάσω ένα βράδυ που πήγαινα για ΄΄δουλειά΄΄ στη συνοικία Ζωγράφου. Εκεί, σ’ένα απόμερο δρομάκι, μια μικρή σκιά περπατούσε σβέλτα στο πεζοδρόμιο. Πηδώντας σαν αίλουρος κοίταζε μπρος – πίσω και μ’ένα πήδημα ξαναγύριζε κι έσκυβε σε κάθε κατώφλι. Σαν με είδε κοντοστάθηκε, μα σε λίγο συνέχισε τη δουλειά του. Στη γωνία, κάτω από το ηλεκτρικό φως, ξεθαρρεμένος με πλησίασε, μου έβαλε στη παλάμη ένα χαρτί, έσφιξε το κλεισμένο χέρι μου στις μικρές γροθιές του και μου ψιθύρισε: ΄΄Για τη λευτεριά΄΄. Και χάθηκε αλαφροπατώντας σαν σκιά μικρού Θεού στα σκοτεινά δρομάκια. Δεν είχαν περάσει τρία – τέσσερα λεπτά όταν ακούστηκαν πυροβολισμοί. Ήσαν από την κατεύθυνση που είχε ακολουθήσει, παίζοντας με τον θάνατο ο μικρός θεός της νύχτας…
Παράλληλα με τις άλλες δραστηριότητες η αντιστασιακή οργάνωση που δουλεύω ανάθεσε σε μένα και σε δύο άλλα μέλη της να συγκεντρώσουμε υλικό με γεγονότα για δολοφονίες, βασανιστήρια, συλλήψεις, εξαφανίσεις και ότι άλλου είδους εγκλήματα διαπράττει η Χούντα. Είναι πολύ σοβαρή δουλειά, μας είπαν. Χρειάζεται για να διαφωτίσουμε τον ΟΗΕ, το Συμβούλιο Ευρώπης και τους άλλους διεθνείς οργανισμούς. Γι’αυτό προσοχή στην ακρίβεια. Εκτελούμε αυτή την αποστολή με τη μεγαλύτερη δυνατή ευσυνειδησία. Ασφαλώς μας διέφυγαν πολλά στοιχεία. Εκείνα όμως που καταγράφαμε σε τετράδια και έμπαιναν στο σιδερένιο κουτί και θάβονταν στον κήπο του σπιτιού μου είναι πραγματικά γεγονότα. Είναι τεχνικά αδύνατο να σας στείλω όλο τον όγκο του συγκεντρωμένου ως τώρα υλικού. Έπειτα νιώθω ότι αυτό το σιδερένιο κουτί, που έχει μέσα του τον πόνο, το αίμα και τα δάκρυα του λαού μας, είναι ένα ιερό κειμήλιο του αγώνα. Και πρέπει να μείνει εδώ στο άγιο χώμα της πατρίδας. Όταν λυτρωθούμε από τη σκλαβιά – και τη λευτεριά δεν θα μας τη χαρίσει κανείς, θα την πάρουμε με τα δικά μας χέρια – τότε το υλικό αυτό θα γίνει η Μαύρη Βίβλος της Δικτατορίας.
Σας στέλνω όμως από τις προσωπικές μου σημειώσεις ορισμένα στοιχεία για βεβαιωμένα γεγονότα. Συνθέτουν μια εικόνα ωχρή, αλλά πάντως εικόνα της πραγματικότητας. Χρησιμοποιήστε τα όπου μπορείτε για να ξυπνήσουν οι κοιμισμένες συνειδήσεις…
Αρχίζω από τους τιμημένους νεκρούς μας. Αυτούς που δολοφόνησε η ΄΄αναίμακτη Επανάσταση΄΄. Το πρωί της 21ης Απριλίου οι ραδιοσταθμοί της Χούντας μετέδιδαν συνεχώς ΄΄ότι ουδείς εφονεύθη΄΄ κατά τις νυκτερινές επιχειρήσεις. Αλλά εκείνο το πρωί στο νεκροτομείο της Αθήνας ήσαν τοποθετημένα δεκαοκτώ πτώματα σκοτωμένων. Μας το εβεβαίωσαν αρμόδιοι υπάλληλοι του νεκροτομείου και τρεις δημοσιογράφοι. Ανάμεσα σ’αυτά ήταν και το πτώμα της Μαρίας Καλαβρού, που την πυροβόλησαν από ένα τανκ σε κάποια πάροδο της οδού Πατησίων. Τις επόμενες ημέρες άλλοι νεκροί: Ο Παναγιώτης Ελλής δολοφονήθηκε στο στρατόπεδο του Ιπποδρόμου από έναν αξιωματικό των Θωρακισμένων. Ο Γεώργιος Λαδάς σκοτώθηκε από έναν αστυνομικό που τον πυροβόλησε από πίσω. Την ιστορία του Νικηφόρου Μανδηλαρά θα την έχετε ακούσει. Ήταν ένας εξαίρετος δικηγόρος, που είχε πάρει μέρος στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ σαν συνήγορος των κατηγορουμένων. Επιχείρησε να φύγει στο εξωτερικό με ένα μικρό πλοίο. Φαίνεται ότι προδόθηκε. Τον παρέδωσαν στη Χούντα. Το πτώμα του εκβράστηκε σε μια ακρογιαλιά της Ρόδου. Είχε φοβερά σημάδια βασανιστηρίων. Στις 28 Ιουνίου (1967) δύο νέοι αγνώστου ταυτότητας μοίραζαν στο Περιστέρι προκηρύξεις του Πατριωτικού Μετώπου. Η αστυνομία τους μπλοκάρισε και τους έπιασε. Εκτελέστηκαν επιτόπου. Στις 7 Ιουλίου ο λοχίας Δημήτριος Κολυβάς δολοφονήθηκε από τη Στρατιωτική Αστυνομία. Οι σφαίρες είχαν συντρίψει το κεφάλι του. Οι εφημερίδες της λογοκρισίας έγραψαν ότι επρόκειτο για φόνο ΄΄εξ αμελείας΄΄. Ο αξιωματικός της χωροφυλακής Πέτρος Σωτηρόπουλος, προσωπικός φίλος του Γεώργιου Παπανδρέου, βρέθηκε το πρωί νεκρός σ’ένα χωριό των Θηβών. Το κεφάλι του ήταν τρυπημένο από τέσσερις σφαίρες. Ο λοχαγός Μαρμαράς βρέθηκε σκοτωμένος τις πρώτες ημέρες του Αυγούστου. Στις 5 Σεπτεμβρίου (1967) η αστυνομία έκανε επιδρομή σ’ένα σπίτι της Θεσσαλονίκης. Αργότερα οι αστυνομικοί βγαίνοντας τραβούσαν το ματωμένο σώμα του Γιάννη Χαλκίδη. Στην Ασφάλεια τον αποτελείωσαν και έθαψαν βιαστικά το πτώμα του. Στην Καβάλα πέντε στρατιώτες στήθηκαν στον τοίχο χωρίς δίκη, άγνωστο για ποια συγκεκριμένη αιτία. Όταν το πληροφορήθηκαν οι οικογένειές τους, ζήτησαν τα πτώματα για να τα θάψουν. Οι στρατιωτικές Αρχές δεν έδωσαν άδεια. Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Κυριάκος Σιδηρόπουλος δολοφονήθηκε στο χωριό Απόστολοι του Κιλκίς. Ο Λάμπρος Σπύρου, στέλεχος της Νεολαίας της Ενώσεως Κέντρου, πιάστηκε την επομένη του πραξικοπήματος. Από τότε τα ίχνη του χάθηκαν. Ο αριθμός των εξαφανιζομένων έπειτα από τη σύλληψή τους είναι αρκετά μεγάλος. Έχω υπόψη ,ου πάνω από εκατό συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αλλά είναι περισσότεροι. Στο νεκροτομείο της οδού Μασσαλίας κουβαλάνε κάθε νύχτα πτώματα από την οδό Μπουμπουλίνας και από το Διόνυσο. Στα ειδικά συρτάρια του νεκροτομείου που τοποθετούν τα πτώματα κρεμούν την πινακίδα: ΄΄Αγνώστων στοιχείων’’. Και η στερεότυπη απάντηση των Αρχών στις οικογένειες των εξαφανισμένων είναι: ΄΄Δεν υπάρχει τέτοιο όνομα στους πίνακες των κρατουμένων΄΄. Μόνο σε τρεις περιπτώσεις, συγκεκριμένα για τους Γεώργιο Αντωνιάδη, Κωνσταντίνο Κάττη και Τάκη Τσάντη, δόθηκε η εξήγηση ότι ΄΄αυτοκτόνησαν΄΄.
Συνεχίζω: Ο υπαξιωματικός Μαυροβουνιώτης σακατεύτηκε από τα βασανιστήρια στο πολεμικό σκάφος ΄΄Ελλη΄΄. Ο στρατιώτης Ιωάννης Αρβανίτης δολοφονήθηκε στη μονάδα στρατού Έβρου όπου υπηρετούσε. Στην ίδια μονάδα πέθανε ο στρατιώτης Ν.Καλιοντζής. Ο πατέρας του ήταν κρατούμενος στο στρατόπεδο Λέρου. Η αδελφή του βασανιζότανε στο ειδικό Κέντρο του ΝΑΤΟ, στο προάστιο Αγία Παρασκευή. Το μόνο ελεύθερο μέλος της οικογένειας, η μάνα, κατάφερε να παραλάβει το πτώμα του γιού της. έφερε ανατριχιαστικά ίχνη μαρτυρίων.
Και τώρα η περίπτωση του γεώργιυο Τσαρουχά. Αγωνιστής με ηρωική ιστορία, ο Τσαρουχάς είχε τιμηθεί από τον λαό με το αξίωμα του βουλευτή. Την ημέρα της δολοφονίας του αξέχαστου Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963, ο Τσαρουχάς τραυματίσθηκε βαριά και στον δρόμο και μέσα στο ασθενοφόρο όχημα του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Γλίτωσε τον θάνατο. Αλλά οι φονιάδες δεν τον είχαν ξεχάσει. Στις 8 Μαΐου 1968 – έπειτα από πέντε χρόνια – ο Τσαρουχάς ταξίδευε με αυτοκίνητο από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Μέσα στο αυτοκίνητο ήσαν μαζί του ο Κώστας Μελέτης, η μνηστή του Γεωργία Παναγοπούλου, ο μηχανικός Μάστορας και ο εκδότης της εφημερίδας Μακεδονική Ώρα και πρώην βουλευτής Αλέξιος Παπαλεξίου. Λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη ένα απόσπασμα χωροφυλακής σταμάτησε το αυτοκίνητο. Έσυραν έξω και τους πέντε επιβάτες. Σαν κανίβαλοι ρίχτηκαν πάνω τους. Εκεί, στην ερημιά της νύχτας, ο Τσαρουχάς άφησε την τελευταία του πνοή. Χωρίς καν μια σφαίρα. Οι κανίβαλοι τον σκότωσαν με τα χέρια τους. Οι άλλοι μισοπεθαμένοι κλείστηκαν στη φυλακή. Την άλλη μέρα, στις 11 το μεσημέρι, η χωροφυλακή κάλεσε τη γυναίκα του Τσαρουχά, Ιωάννα, και της ανεκοίνωσε ότι ο άντρας της έπαθε καρδιακή προσβολή όταν τους είδε και ότι το πτώμα του βρίσκεται στο νεκροτομείο. Η χήρα ζήτησε τότε να πάρει τον νεκρό στο σπίτι της και να τον κηδέψει. Η χωροφυλακή αρνήθηκε. Και δεν επέτρεψε ούτε ν’ανοιχτεί το φέρετρο.
Από τις 11 το πρωί ως τις 7 το βράδυ το φέρετρο έμενε κατάκλειστο, φρουρούμενο από τους χωροφύλακες. Σε μια στιγμή η Καίτη, κόρη του θύματος, άρπαξε τον ιατροδικαστή από το γιακά: ΄΄Αν είσαι γιατρός΄΄, του είπε, ΄΄εχεις ορκιστεί να λες την αλήθεια. Λέγε, λοιπόν, από τι πέθανε ο πατέρας μου΄΄. Ο ιατροδικαστής της Χούντας περιορίστηκε να πει: ΄΄Η Ασφάλεια θα σας εξηγήσει’’. Στις 7 οι χωροφύλακες άρπαξαν το φέρετρο και το κατέβασαν βιαστικά στον σκαμμένο τάφο. Τότε ακριβώς εκτυλίχτηκε μια σκηνή που θυμίζει αρχαία ελληνική τραγωδία. Η Καίτη όρμησε πάνω στο φέρετρο και με μια υπεράνθρωπη δύναμη έσπρωξε τους φονιάδες και τράβηξε το σκέπασμα. Όλοι αντίκρισαν το πολτοποιημένο πρόσωπο του σεμνού ήρωα. Τα χέρια του ήταν – και στον τάφο – δεμένα με χειροπέδες, τα ρούχα του λεκιασμένα από ξεραμένο αίμα.
Και οι άλλοι τέσσερις; Ο Μάστορας και ο Παπαλεξίου επί μήνες βασανίζονταν μέρα – νύχτα. Δεν ξέρω αν ζούνε. Ο Μελέτης είναι ο ένας από τους δύο (ο άλλος λέγεται Μαρκετάκης) μάρτυρες που έστειλε η Χούντα τον Δεκέμβριο 1968 στο Στρασβούργο για να καταθέσουν στο Συμβούλιο Ευρώπης ότι κανένας δεν έχει βασανιστεί. Ο Μελέτης κατόρθωσε να δραπετεύσει, ζήτησε πολιτικό άσυλο στο προξενείο της Νορβηγίας και έγινε από μάρτυρας υπερασπίσεως μάρτυρας κατηγορίας της δικτατορίας. Η μνηστή του Γεωργία Παναγοπούλου μπόρεσε στις αρχές του 1969 επίσης να δραπετεύσει. Πήγε στο Όσλο και βρήκε τον αγαπημένο της. τώρα ζούνε μαζί μακριά από τη ζούγκλα. Για τον Μαρκετάκη θα έχετε ακούσει. Έγραψε τόσα ο ξένος Τύπος. Είχε ξεφύγει κι αυτός στο Στρασβούργο από τους φρουρούς του και μαζί με τον Μελέτη ζήτησε άσυλο. Αργότερα έφυγε για τη Σουηδία. Αλλά ο αρχηγός της χουντικής αντιπροσωπείας πρόφτασε να του διαμηνύσει ότι ΄΄αυτό που έκανε θα το πλήρωναν ακριβά η γυναίκα του και τα παιδιά του’’. Ο Μαρκετάκης, άγρια βασανισμένος ο ίδιος, ήξερε τι σήμαινε η απειλή. Στη Στοκχόλμη, η ελληνική πρεσβεία του επανέλαβε σαφέστερα την υπόμνηση ότι οι δικοί του ήταν όμηροι στην Αθήνα. Δείλιασε και ξαναγύρισε στην Ελλάδα. Όταν έλθει η υποεπιτροπή του Συμβουλίου Ευρώπης ο Μαρκετάκης θα καταθέσει ότι ‘’τα περί βασανιστηρίων’’ είναι σατανική επινόηση των εχθρών της Ελλάδος…
Τώρα που έφθασα στο κεφάλαιο ΄΄Βασανιστήρια΄΄ δεν ξέρω από πού να αρχίσω και τι να πρωτοπεριγράψω. Η φρίκη σταματάει την ψύχραιμη ταξινόμηση των γεγονότων. Καθώς ξεφυλλίζω το τετράδιο με τις σημειώσεις μου, το χέρι τρέμει, το μυαλό θολώνει. Τα δάκρυα κυλάνε πάνω στο χαρτί και το μουτζουρώνουν.
Χιλιάδες οι περιπτώσεις. Και κάθε μια κρύβει κι ένα προσωπικό δράμα ή μια οικογενειακή τραγωδία/ ξεφυλλίζω τις σελίδες και διαβάζω για τον Πέτρο με το κομμένο πόδι. Οι δήμιοι φρενιασμένοι είχαν ξεπεράσει το όριο της γάγγραινας. Πιο κάτω η Αννούλα. Η κοιλιά και τα γεννητικά της όργανα είναι ακόμη πληγιασμένα από τα καψίματα των τσιγάρων… Να, εδώ, ο πατέρας της Ελένης. Τον βασάνιζαν μέρα – νύχτα στην ταράτσα. Έτσι όπως ήταν δεμένος στον πάγκο έφεραν τη γυναίκα του και την κόρη του Ελένη, 18 χρονών, και τις εβίαζαν συνέχεια ώσπου να πει, είτε αυτός είτε εκείνες, που κρύβεται ο γυιός και αδελφός… Δεν είπαν. Αλλά τα λογικά του πατέρα σάλεψαν…
Και η παρέλαση της φρίκης συνεχίζεται, συνεχίζεται χωρίς τελειωμό.
Θέλω να πω τη σκέψη μου, όσο απλοϊκή ή παράλογη κι αν είναι. Λοιπόν δεν είναι οι βασανιστές που με τρομάζουν. Πάντοτε σ’όλες τις εποχές, σ’όλες τις κοινωνίες υπήρχαν οι μισθωμένοι εγκληματίες. Είναι ανθρώπινα κτήνη, που εκτελούν το καθήκον τους σαν ευσυνείδητοι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως οι δήμιοι. Ούτε καν εκείνοι που επιστημονικά σχεδιάζουν τη βασανιστική υποταγή της ανθρώπινης ψυχής με τρομάζουν. Πρόκειται, όπως έμαθα, για διεστραμμένους εγκεφάλους με ανώτερες σπουδές που καθισμένοι στα άνετα γραφεία και τα εργαστήρια των ξένων υπηρεσιών ερευνούν, μελετούν και καταστρώνουν προγράμματα μεγιστοποιήσεως του ανθρώπινου πόνου και ελαχιστοποιήσεως της καταβαλλόμενης ενέργειας. (Ο Καραπαναγιώτης, ένας σαδιστής της Μπουμπουλίνας, ενώ τυραννούσε το κορμί μου εξηγούσε, σ’ένα διάλειμμα, στους βοηθούς του: ΄΄Αλλοτε χρησιμοποιούσαμε πρωτόγονα μέσα. Και ιδρώναμε για να τους ΄σπάσουμε΄. Τώρα, μ’αυτούς τους συρματένιους βούρδουλες, τα στεφάνια και τα ηλεκτροσόκ η δουλειά γίνεται πολιτισμένα. Ας είναι καλά η αμερικανική βοήθεια…΄΄). Δεν με τρομάζουν όμως ούτε οι Καραπαναγιώτηδες, ούτε οι ΄΄πολιτισμένοι΄΄ βούρδουλες της αμερικανικής βοήθειας. Εκείνοι που πραγματικά με τρομάζουν είναι οι αμέριμνοι άνθρωποι όλου του κόσμου. Τα πολλά εκατομμύρια των Αμερικανών και Ευρωπαίων και Αυστραλών και όλου του πλανήτη μας, που απολαμβάνουν τη μικροευημερία τους – και την ψευτοελευθερία τους – βάζοντας παρωπίδες για ό,τι συμβαίνει έξω από τον στενό τους κύκλο. Πάνε κάθε Κυριακή στην εκκλησία, εξομολογούνται με ειλικρίνεια, προσπαθούν να μην παραβαίνουν καμιά από τις δέκα εντολές και με καθαρή τη συνείδηση κοιμούνται και κάνουν παιδιά πάνω σε καθαρά σεντόνια. Είναι νομοταγείς πολίτες και καταβάλλουν εμπρόθεσμα τους φόρους τους. Από εδώ όμως αρχίζει η λειτουργία μιας καλά ρυθμισμένης γραφειοκρατικής διαδικασίας, που καταλήγει στην ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας και στα άλλα ελληνικά κολαστήρια. Ένα μέρος από τον μόχθο των νομοταγών και ευσεβών αυτών πολιτών στην Αμερική, το Κογκρέσο ψηφίζει να πάει – και πάει – στα ταμεία της Χούντας υπό μορφή ΄΄στρατιωτικής βοήθειας΄΄. Υποπτευθήκατε ποτέ, μακάριοι άνθρωποι ότι από το κομμάτι αυτό του μόχθου σας πληρώνονται οι μισθοί των βασανιστών μας και τα εργαλεία που χρησιμοποιούν στο κορμί του λαού μας; Σεις, που είσαστε τόσο ευαίσθητοι όταν αρρωστήσει ο σκύλος σας, δεν θα’πρεπε να δοκιμάσετε την ίδια τουλάχιστον συγκίνηση όταν ένα αγοράκι οκτώ χρονών, ο Γιαννάκης Δημόπουλος από το Αιγάλεω, σφάχτηκε από κτηνάνθρωπους της Στρατιωτικής Αστυνομίας, πληρωμένους από τους φόρους σας; Αν δεν την ξέρετε αυτή την ιστορία να σας την πω: Ο πατέρας του Γιαννάκη, κυνηγημένος από τη Χούντα, είχε περάσει στην παρανομία. Οι αστυνομικοί έπιασαν το παιδί και το χτυπούσαν ζητώντας να τους πει που κρύβεται ο πατέρας του. Ο Γιαννάκης λάτρευε τον πατέρα του και μισούσε τους φονιάδες. Αρνήθηκε να μιλήσει. Τότε ένας έβγαλε ένα μυτερό μαχαίρι και άρχισε να το μπήζει λίγο λίγο στο μέρος της παιδικής καρδούλας. Ο Γιαννάκης – σημειώστε αυτό το όνομα, είναι ο μικρότερος ήρωας των αιώνων και κάποτε σεις, σαν τουρίστες, θα φωτογραφίζετε το άγαλμα με τα χρυσά γράμματα που θα του στήσουμε – υπόμενε καρτερικά το μαρτύριο. Αυτό φρένιασε τον φονιά και έσπρωξε το μαχαίρι. Το αγοράκι ξεψύχησε. Το έθαψαν σ’ένα χωματένιο λάκκο στο Αιγάλεω. Χωρίς ένα σταυρό…
Να γιατί, καλοί μου άνθρωποι, εμείς εδώ στην Ελλάδα πιστεύουμε ότι τον Γιαννάκη Δημόπουλο και τους πολλούς άλλους Γιαννάκηδες τους σκότωσε και τους βασάνισε όχι το κτήνος του Αιγάλεω, αλλά η δική σας αμεριμνησία. Αν καθένας από σας χρησιμοποιούσε τα δημοκρατικά δικαιώματα που έχετε κατακτήσει στις πατρίδες σας και έστελνε ένα λιγόλογο γράμμα στον γερουσιαστή του, στον βουλευτή του, ακόμη και στον ίδιο τον Πρόεδρο και τους έλεγε ότι δεν συμφωνεί να χρησιμοποιείται ο φόρος σας για να σκοτώνουν μικρά παιδιά στην Ελλάδα και να βασανίζουν κορίτσια να’στε σίγουροι ότι δεν θα είχαμε σήμερα στην πατρίδα μου τυράννους.
Έχετε πολύ μεγάλη δύναμη στα χέρια σας πολίτες όλου του κόσμου. Και ξέρετε καλύτερα από μένα ότι αν ο κύριος γερουσιαστής της πολιτείας σας έπαιρνε μερικές χιλιάδες γράμματα από τους ψηφοφόρους του, κι αν συνέβαινε το ίδιο σε όλους τους κυρίους γερουσιαστές και βουλευτές των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν θα ψηφιζόταν από το Κογκρέσο η στρατιωτική βοήθεια προς την Ελλάδα, που είναι βοήθεια όχι για τον ελληνικό λαό, αλλά εναντίον του ελληνικού λαού. Και η Χούντα των συνταγματαρχών, χωρίς το οξυγόνο της αμερικανικής βοήθειας και της διπλωματικής υποστηρίξεως, χωρίς τη συμπαράσταση του ΝΑΤΟ και μερικών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, θα κατέρρεε σαν χάρτινος πύργος. Να γιατί είσαστε ηθικά υπεύθυνοι για τη σημερινή κόλαση της πατρίδας μου, αμέριμνοι άνθρωποι και της Αμερικής και της Ευρώπης και όλου του κόσμου. Και βέβαια αυτό ισχύει και για εσάς, πολίτες της Ρωσίας και των ανατολικών χωρών, που τόσο έντονα διακηρύσσετε την απέχθειά σας κατά του φασισμού. Όμως διατηρείτε διπλωματικές σχέσεις και πρεσβείες και εμπορικές αντιπροσωπείες και στέλνετε τεχνικούς συμβούλους – που; - στη μόνη ευρωπαϊκή χώρα που ο φασισμός βρικολάκιασε μετά τον πόλεμο. Πως δεν κοκκινίζεις από ντροπή, εσύ, κύριε πρεσβευτή της Σοβιετικής Ενώσεως, όταν πηγαίνεις στις δεξιώσεις της Χούντας και σφίγγεις το χέρι του δικτάτορα και το χέρι του Παττακού και το χέρι του Λαδά, του αρχηγού των βασανιστών; Αν θέλετε να κάνετε πολιτική και διπλωματία πατώντας πάνω στις πληγές μας κάνετέ την. Αλλά η μνήμη μας συγκρατεί και τις θετικές και τις αρνητικές πράξεις σας κατά τη μεγάλη μας δοκιμασία.