Ενδοκυβερνητικές διαφωνίες
Όταν, σε επόμενη συνεδρίαση της Βουλής, βουλευτές του Κέντρου (I.Ζίγδης κ.λ.π.) ζητούν να τιμωρηθούν οι βασανιστές της αεροπορίας, ο Π.Κανελλόπουλος δηλώνει κατηγορηματικά ότι αυτά που καταγγέλλονται ότι «δήθεν συνέβησαν», στην πραγματικότητα «δεν συνέβησαν». Και πλέκει το εγκώμιο του αντισμηνάρχου, τον οποίο οι κατηγορούμενοι έχουν καταγγείλει ότι ήταν επικεφαλής των βασανιστών. Ο συναρχηγός των Φιλελευθέρων Παπανδρέου, απαντών στην αγόρευση του Π.Κανελλόπουλου, λέει:
«Εις τας δικτατορίας υπάρχει μία υπέρτατη Αρχή: Η ασφάλεια εις την οποίαν σφαγιάζονται η δικαιοσύνη και η δημοκρατία. Εις την δημοκρατίαν υπάρχει ως υπέρτατη αρχή το έθνος και η εθνική ασφάλεια, αλλά παραπλεύρως ομότιμος είναι επίσης η υπέρτατη επίσης αρχή και της ελευθερίας και της δικαιοσύνης...». (Πρακτικά Βουλής, 1 και 2 Δεκεμβρίου 1953.)
Ο Κανελλόπουλος διαψεύδει και πάλι ότι έγιναν βασανιστήρια. Και, επειδή σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τα βασανιστήρια ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Δ.Χόνδρος έχει παραιτηθεί από πρόεδρος της Βασιλικής Αεροπορικής Λέσχης και από τιμητικές θέσεις σε άλλες ελληνικές και διεθνείς οργανώσεις (εφημερίδες, 1 Δεκεμβρίου 1953), ο Π.Κανελλόπουλος επικρίνει την ενέργεια του και την παρομοιάζει με τις διαμαρτυρίες του πάπα, του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας και διαφόρων επιστημόνων «κατά την δίκη των Ρόζεμπεργκ, των εκτελεσθέντων κατασκόπων εις τα Ηνωμένας Πολιτείας...». Και αποκρούει την πρόταση του Γ.Παπανδρέου να συσταθεί εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή για την υπόθεση της Αεροπορίας.
Στην κυβέρνηση, όμως, δεν είναι όλοι σύμφωνοι με τη στάση του υπουργού Αμύνης στο θέμα των βασανιστηρίων. Όπως αποκάλυψε αργότερα ο τότε υφυπουργός Αεροπορίας (Μάιος 1953 - Δεκέμβριος 1954), αντιστράτηγος Σ.Γυαλίστρας, μόλις ανέλαβε τα καθήκοντα του. σε σύσκεψη με τους Παπάγο και Κανελλόπουλο, πρότεινε να δοθεί άδεια στον αρχηγό του ΓΕΑ Κελαϊδή για όσο διάστημα θα έκανε τις ανακρίσεις για τα βασανιστήρια ο αρεοπαγίτης Αποστολόπουλος:
«Η γνώμη μου - συνέχιζε ο Γυαλίστρας - απεκρούσθη, πλην όμως μου παρεσχέθησαν κατηγορηματικά διαβεβαιώσεις (...). Ευθύς από της αναλήψεως των καθηκόντων μου διεφώνησα επί δύο ουσιωδών ζητημάτων με τον κ.Κανελλόπουλον. Πρώτον, εκουράσθην να τον πείσω ότι ήτο απαράδεκτον το υφιστάμενον σύστημα καθ'ο οι σμηνίται, ως χαφιέδες, παρηκολούθουν τους αξιωματικούς των μονάδων, εν αγνοία αυτών τούτων των διοικητών μονάδων. Θα ενθυμήται ίσως ο κ.Κανελλόπουλος κάποιαν μεσημβρίαν ότι με εκάλεσε ο στρατάρχης εις το γραφείον του επί παρουσία του διά να αποσείσω συκοφαντίας κατ'εμού αποδοθείσας υπό του τότε υπουργού Εθνικής Αμύνης. Από της ημέρας εκείνης εγνώριζον σαφώς ότι ο προϊστάμενος μου με υπέσκαπτε. Έτερον αντικείμενον διαφωνίας μου με τον κ.Κανελλόπουλον υπήρξεν η μεροληπτική εμπιστοσύνη ην επεδείκνυε προς έναν αξιωματικόν της αεροπορίας ενεχόμενον εις τα πιστοποιηθέντα βασανιστήρια (...). Εγνώριζα ότι όλοι επεθύμουν την παραίτησίν μου. Δεν την υπέβαλα μέχρις ου επιτύχω του σκοπού μου. Αι ανωμαλίαι της Μέσης Ανατολής εις την αεροπορίαν προήρχοντο από την διαμάχην Ικάρων και μη Ικάρων. Διά της επιμονής μου επέτυχα την απομάκρυνσιν των τριών ανωτάτων μη Ικάρων». (Το Βήμα, 1 Νοεμβρίου 1955.)
Ύστερα από πολλά χρόνια - και ύστερα από την πικρή προσωπική του εμπειρία της δικτατορίας - ο Π.Κανελλόπουλος θα αναγνωρίσει πως ο στρατηγός Γυαλίστρας είχε δίκιο. Και θα γράψει:
«Οι Ένοπλες Δυνάμεις ανασυγκροτήθηκαν και αναμορφώθηκαν (αυτό είχε αρχίσει να γίνεται και επί των κυβερνήσεων του Κέντρου) ύστερα από τις μεγάλες δοκιμασίες και απώλειες μιας πολεμικής δεκαετίας. Μόνο στην αεροπορία, που κι αυτή αναμορφώθηκε τότε, είχαμε μια πολύ οδυνηρή περιπέτεια, που την εκληρονόμησε, όμως, η κυβέρνηση Παπάγου από την προ των εκλογών του 1952 περίοδο, όταν η πολιτική εξουσία ήταν στα χέρια του Κέντρου. Αν έκαμα ή δεν έκαμα εγώ, ως αρμόδιος υπουργός, ό,τι έπρεπε για να διελευκανθή η υπόθεση αυτή, είναι άλλο ζήτημα. Ο στρατηγός Γυαλίστρας, όσον καιρό ήταν υφυπουργός της αεροπορίας, είχε πεισθεί ότι οι καταγγελίες των αεροπόρων, που καταδικάσθηκαν, ήταν - σχετικά με όσα είχαν υποστεί στην "προανάκριση" (διοικητική εξέταση) - ειλικρινείς και βάσιμες. Αλλά το πόρισμα του αντιπροέδρου (αργότερα προέδρου) του Αρείου Πάγου, Αποστολοπούλου, που τον είχα επιστρατεύσει και του είχα αναθέσει να διενεργήση διοικητική εξέταση επί των καταγγελιών αυτών, δεν μου έδωσε κανένα στήριγμα για να συμμερισθώ τις απόψεις του στρατηγού Γυαλίστρα. Θεωρώ, όμως, αξιομνημόνευτο ότι ο στρατηγός Γυαλίστρας είχε την έμμονη εντύπωση - μου το είχε πει πολλές φορές - ότι κύριος σκηνοθέτης της οδυνηρής εκείνης περιπέτειας ήταν ένας αξιωματικός, αρμόδιος τότε στο Α2 του επιτελείου της Αεροπορίας. Ο αξιωματικός αυτός εμφανίσθηκε, στις 21 Απριλίου 1967, στο προσκήνιο του πραξικοπήματος. Ήταν ο ένας από τους δύο μόνους αξιωματικούς της αεροπορίας που συνέπραξαν στο πραξικόπημα. Και ευνοήθηκε, ύστερα, ιδιαίτερα από τη δικτατορία (σημ.: ο Π.Κανελλόπουλος, όπως είναι φανερό, εννοεί τον Σκαρμαλιωράκη). Να'ταν, τάχα, το πρόσωπο αυτό, από το 1952, σε επαφή με τους μελλοντικούς "σωτήρες" του έθνους;...». (Π.Κανελλόπουλου, στο ίδιο, σ.30.)
Αυτά τα ερωτήματα ο Π.Κανελλόπουλος θα τα είχε θέσει στον εαυτό του από το 1952-53, αν η πολιτική σκοπιμότητα και ο αντικομμουνιστικός φανατισμός δεν τον εμπόδιζαν να ακούσει, αν όχι τις οιμωγές των θυμάτων της σκευωρίας, αν όχι τις μαρτυρίες των συνηγόρων τους και κορυφαίων «εθνικοφρόνων» γιατρών, τουλάχιστον τη φωνή του ίδιου του υφυπουργού του, στρατηγού Γυαλίστρα. Αλλά τότε ο Π.Κανελλόπουλος δεν ήθελε να ακούσει τίποτε, όπως δεν άκουσε και το 1947-50 τις σπαρακτικές κραυγές πόνου των θυμάτων του μακρονησιώτικου «Παρθενώνα»... Και όχι μόνο δεν ήθελε να ακούσει, αλλά και έγινε ο προστάτης του Κελαϊδή και τον διατήρησε στην ηγεσία της αεροπορίας και - όπως τουλάχιστον καταγγέλλει ο στρατηγός Γυαλίστρας - υπονόμευσε και τον ίδιο τον υφυπουργό του, γιατί έβλεπε και είχε την εντιμότητα να λέει την αλήθεια, παρόλο που ήταν εξίσου «εθνικόφρων» και αντικομμουνιστής με τον υπουργό του.