Υπονομεύεται η κυβέρνηση (2ο μέρος)
Αλλά το κανόνι που θα έριχνε την κυβέρνηση Πλαστήρα έβαλλε μέσα από τους ίδιους τους κόλπους της. Δυο ζητήματα δημιουργούνται εκείνες τις μέρες και απειλούν με ανατροπή την κυβέρνηση. Το ένα έχει αφορμή την πρόθεση του Πλαστήρα να διορίσει διοικητή της Αγροτικής Τραπέζης τον πολιτευτή της ΕΠΕΚ Στέλιο Πιστολάκη. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων, που είχε και προηγούμενα μαζί του, από την εποχή του κινήματος του 1935, και που, οπωσδήποτε, δεν θέλει να πάρει την καίρια αυτή θέση ένα στέλεχος της ΕΠΕΚ, αντιδρά έντονα. Πρόσχημα: Ο Πιστολάκης έχει αναπτύξει κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου «αντεθνικήν δράσιν» (στην πραγματικότητα έχει πάρει την ίδια θέση με τους Πλαστήρα και Σοφιανόπουλο, δηλαδή έχει ταχθεί υπέρ συμβιβασμού). Το άλλο ζήτημα έχει σχέση με τις επαγγελίες για την ειρήνευση. Με προσωπική διαταγή του πρωθυπουργού προς τον νέο διοικητή της Μακρονήσου, ταξίαρχο Παπαγιαννόπουλο, έχουν απολυθεί μερικές δεκάδες σοβαρά άρρωστοι πολιτικοί κρατούμενοι, ανάμεσα στους οποίους και ο αρχηγός του συνεργαζομένου με το ΚΚΕ Αγροτικού Κόμματος. Κώστας Γαβριηλίδης (ο οποίος και πέθανε στην εξορία μετά δύο χρόνια). Ο Παπανδρέου, όταν πληροφορείται τις απολύσεις, διαμαρτύρεται, γιατί έγιναν χωρίς τη γνωμάτευση των αρμοδίων υπηρεσιών ασφαλείας. Δημιουργεί κυβερνητικό ζήτημα. Η αντιπολίτευση εκμεταλλεύεται αμέσως το θέμα:
«Η ταυτόχρονος απόλυσις του Γαβριηλίδη από την Μακρόνησον και ο διορισμός του κ.Πιστολάκη - δηλώνει ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος Τσαλδάρης - δεν αποτελούν απλήν πρόκλησιν αλλά ράπισμα κατά του αισθήματος του ελληνικού λαού».
Και τα δυο ζητήματα καταλήγουν σε υποχώρηση του Πλαστήρα και μείωση του κύρους του ως πρωθυπουργού. O Πιστολάκης υποχρεώνεται να υποβάλει την παραίτηση του. Έτσι σώζεται η κυβέρνηση από σχεδόν βέβαιη πτώση, γιατί η αντιπολίτευση έχει καταθέσει στη Βουλή πρόταση μομφής και πολλοί φιλελεύθεροι βουλευτές θα καταψήφιζαν. Εξάλλου, για να σταματήσει κάθε πρωτοβουλία του Πλαστήρα στα θέματα των εξόριστων, ο Παπανδρέου αναλαμβάνει προσωπικά το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως και ο φίλος του Πέτρος Γαρουφαλιάς το Υπουργείο Εσωτερικών. Από τότε ως τον Νοέμβρη του 1951, κανένας εξόριστος δεν απολύεται, αν δεν κάνει δήλωση μετανοίας.
Οι περιστάσεις έχουν αρχίσει πραγματικά να μεταβάλλονται, η κυβέρνηση του Κέντρου να χάνει ορισμένους υποστηρικτές και στα παρασκήνια ετοιμάζονται άλλες λύσεις. Στον Τύπο δημοσιεύονται πληροφορίες ότι και οι Αμερικανοί είναι τώρα εναντίον της. Στο μεταξύ, κατά τη συζήτηση στη Βουλή, ο ίδιος ο Παπανδρέου αναπτύσσει ποιο ήταν το σπουδαίο θέμα των «απολύσεων» για το οποίο έγινε τόσος θόρυβος από τον Τύπο της Δεξιάς. Όλοι όλοι, είπε, είναι 95 άρρωστοι, που δεν απολύθηκαν, αλλά «έλαβον κατ'οίκον νοσηλείαν με γνωμοδότησιν των επιτροπών Μακρονήσου διά βαρείας παθήσεις». Και συνεχίζει:
«Δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθή η εντύπωσις ότι κινδυνεύει η ασφάλεια του έθνους από 95 ασθενείς που παρακολουθούνται και οι οποίοι ενδεχομένως θα επιστρέψουν όταν διαπιστωθή ότι η κατάστασις της υγείας των επιβάλλει την επιστροφήν».
Και ο πρώην υπουργός Δημοσίας Τάξεως, «αδιάβλητος» αντικομμουνιστής Ρέντης είπε ότι είναι δυνατόν να διατυπωθεί αντίθετη μομφή στην κυβέρνηση «διότι εις ουδέν μέτρον επιεικείας προέβη παρά τας επαγγελίας της». Και συνεχίζει:
«Η απόλυσις εκτοπισμένων πολιτών προληπτικώς συλληφθέντων είναι άσκησις εθνικής πολιτικής διότι οι προληπτικώς συλληφθέντες πολίται δεν είναι κατάδικοι...».
Επειδή όμως συνεχίζεται ο θόρυβος για τους 95 εξορίστους, και μάλιστα ορισμένες εφημερίδες της Δεξιάς γράφουν ότι έχουν εξαφανιστεί και κρύβονται, ο Παπανδρέου δηλώνει ότι, από τον έλεγχο που έκανε η Ασφάλεια, προέκυψε ότι όλοι βρίσκονται στα σπίτια τους, εκτός δύο: Του Γαβριηλίδη, που έχει σταλεί στη Μακρόνησο αμέσως, και ενός στο Μεσολόγγι, που έχει, στο μεταξύ, πεθάνει από την πάθησή του. Και δίνει κατάλογο των ονομάτων και των παθήσεων τους (ψυχογενείς παραπληγίες και ημιπληγίες, κατάγματα πλευρών κ.λπ., φυματιώσεις κ.λπ.). Σε λίγες μέρες, ο Παπανδρέου διέταξε να μεταφερθούν οι περισσότεροι στον Άγιο Ευστράτιο.
Ο τότε υφυπουργός Στρατιωτικών, στρατηγός Λ.Σπαής, αναφερόμενος στα Απομνημονεύματά του στα γεγονότα εκείνης της περιόδου, γράφει:
«Μετά τον πόλεμον της Κορέας (...) η συνοχή της κυβερνήσεως διεταράχθη, καθόσον οι φίλοι μας Αμερικανοί, οι οποίοι μέχρι τότε επεδοκίμαζαν και υπεστήριζαν την κυβέρνησιν Πλαστήρα, άρχισαν να δυσπιστούν προς το κόμμα της ΕΠΕΚ (...) διότι τούτο, κατά τις πληροφορίες τους, επηρεαζόταν από αριστερά στοιχεία. Την δυσπιστίαν αυτήν των αμερικανικών κύκλων, καταλλήλους και όλως τεχνηέντως, εκτός των άλλων, εκαλλιεργούσε και ο Παπανδρέου, καίτοι ήταν αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως (...). Οι επίσημοι Αμερικανοί επηρεάσθησαν ίσως και από το γεγονός κατά το οποίον ο Πλαστήρας (...) δεν ηθέλησε να μετάσχη η Ελλάς, έστω και διά μικρών στρατιωτικών τμημάτων, εις τον πόλεμον της Κορέας (...). Ο Παπανδρέου, μεταξύ των άλλων, εξεμεταλλεύθη το γεγονός, κατά το οποίον ο παρά τω πρωθυπουργώ υπουργός Λ.Σακελλαρόπουλος, τον Ιούνιον του 1950, απέλυσε από την Μακρόνησον 96 κρατουμένους αριστερούς. Η ενέργεια αυτή του υπουργού Σακελλαροπούλου ωφείλετο αποκλειστικώς και μόνον εις λόγους ανθρωπιστικούς, καθόσον οι απολυθέντες, σύμφωνα με τις γνωματεύσεις των στρατιωτικών ιατρών, ήταν όχι απλώς ασθενείς αλλά κυριολεκτικώς ανθρώπινα ράκη. Εξ αυτών οι περισσότεροι ήταν φυματικοί με ανοιχτή φυματίωση, οι δε υπόλοιποι ήταν εις το έπακρον εξαντλημένοι, λόγω των ταλαιπωριών και κακουχιών, πράγμα το οποίον άριστα εγνώριζε ο κ.Παπανδρέου, ο οποίος, όντας αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως, έλεγε εις επήκοον ιδικών μας και ξένων, υπό τύπον χαριεντισμού: "Δεν προλαμβάνω να συλλαμβάνω κομμουνιστάς, τους οποίους ο Πλαστήρας απολύει από τας φυλακάς". Η διαγωγή αυτή του Παπανδρέου με εστενοχώρησε και με εξέπληξε τόσον πολύ ώστε παρουσία Άγγλων και Αμερικανών ηναγκάσθην να διαμαρτυρηθώ και να κατακρίνω αυτήν ως αήθη πολιτικήν συμπεριφοράν και πολιτικήν ενέργειαν. Την διαμαρτυρίαν μου αυτήν ουδέποτε μου συνεχώρησε ο Παπανδρέου...». (Λεωνίδα Σπαή. στρατηγού, πρ.υπουργού, Πενήντα Χρόνια Στρατιώτης, Αθήναι, 1970, σ. 291-3.)
Οι υποχωρήσεις του πρωθυπουργού έχουν προκαλέσει αναταραχή στους κόλπους της ΕΠΕΚ (που, στο μεταξύ, έγινε ενιαίο κόμμα με αρχηγό τον Πλαστήρα και πρόεδρο της κοινοβουλευτικής ομάδας τον Τσουδερό). Πολλοί συμπολιτευόμενοι βουλευτές ζητούν να επεκταθούν τα μέτρα επιεικείας, ενώ από την ηγεσία των Φιλελευθέρων και τον Παπανδρέου ασκείται πίεση να περιοριστούν. Και οι Αμερικανοί πιέζουν για την περιστολή τους. Ο Πλαστήρας, σε τελετή στο Υπουργείο Εφοδιασμού, στις 20 Ιουλίου, δηλώνει ότι σκοπός της ζωής του είναι να ειρηνεύσει τη χώρα. Αν δεν το πετύχει- προσθέτει - δεν θα διστάσει να αποσυρθεί στον ιδιωτικό βίο.
Αλλά την ίδια μέρα, επιστρέφει από το εξωτερικό ο Βενιζέλος. Η ώρα της κρίσεως φτάνει. Ο αρχηγός των Φιλελευθέρων συναντάται αμέσως με τους Κανελλόπουλο, Ζέρβα, Αρ.Μεταξά. Δημοσιεύονται πληροφορίες ότι ετοιμάζεται διάδοχο σχήμα υπό τον Πιπινέλη. Στην πραγματικότητα, ο Βενιζέλος ευνοούσε τα σχέδια των Ανακτόρων για μεταβατική υπό τον Παπάγο. Στην ιδέα αυτή είχαν προσχωρήσει τώρα και οι Αμερικανοί.
Στις 17 Ιουλίου, ο επιτετραμμένος Μάινορ (ο Γκραίηντυ είχε φύγει και ο νέος πρεσβευτής Τζον Πιουριφόυ δεν είχε φτάσει ακόμα στην Ελλάδα) είπε στον βασιλιά ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα δεχόταν ευχαρίστως μια κυβέρνηση υπό τον Παπάγο, στηριζόμενη σε ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία (Δαφνή. στο ίδιο, σ. 470). Την ίδια μέρα ο αρχηγός της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής Βαν Φλητ, που έφυγε από την Ελλάδα, απεκάλυψε στο αεροδρόμιο στον μέγα αυλάρχη Δημήτριο Λεβίδη ότι είχε στείλει στον προϊστάμενο του Αμερικανό υπουργό των Στρατιωτικών έκθεση, στην οποία τόνιζε ότι, σε περίπτωση γενικού πολέμου εξαιτίας της συγκρούσεως στην Κορέα, η κυβέρνηση Πλαστήρα θα αποτελούσε Πέμπτη Φάλαγγα του εχθρού. Και πρότεινε κυβέρνηση υπό τον Παπάγο (Ακρόπολις. 4 Ιουλίου 1972).
Τα Ανάκτορα - παρά τα όσα μυθιστορηματικά ως τώρα έχουν γραφεί - ήθελαν τη λύση Παπάγου. Θεωρούσαν ακόμα τότε τον αρχιστράτηγο άνθρωπο δικό τους, που θα έπαιζε θαυμάσια το παιγνίδι τους. Υπήρχε βέβαια μια δυσαρέσκεια της Φρειδερίκης απέναντι στον αρχιστράτηγο, γιατί είχε απομακρύνει από την ηγεσία της Αεροπορίας τον πτέραρχο Χαράλαμπο Ποταμιάνο. («Με έπαιρνε τρεις φορές την ημέρα στο τηλέφωνο η βασίλισσα για να ανακαλέσω την απόφαση μου», είπε αργότερα σε παλαιό πολιτικό ο ίδιος ο Παπάγος.) Αλλά οι σχέσεις του αρχιστρατήγου με τον Παύλο παρέμεναν -φαινομενικά τουλάχιστον - άριστες.
Η λύση, όμως, Παπάγου δεν μπορούσε να προωθηθεί γιατί ο ίδιος δίσταζε να αναλάβει. Τη λύση Πιπινέλη δεν την δέχονταν ορισμένοι πολιτικοί και έτσι είχε λίγες ελπίδες να συγκεντρώσει πλειοψηφία στη Βουλή. Ο Βενιζέλος κατέβαλε προσπάθειες να πείσει τον στρατάρχη να δεχτεί την πρωθυπουργία, αλλά ο Παπάγος επέμενε στην άρνηση του. Έτσι, μια που δεν ήταν ακόμα έτοιμο το διάδοχο σχήμα, ο Βενιζέλος δήλωσε ότι εξακολουθεί να υποστηρίζει την κυβέρνηση Πλαστήρα. Αλλά έθεσε τους όρους του. Και ο Πλαστήρας υποχρεωνόταν να δηλώσει, στις 24 Ιουλίου, στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος του:
«Η κυβέρνησις, λαμβάνουσα υπ' όψιν την δημιουργηθείσαν διεθνή ατμόσφαιραν εκ της συγκρούσεως της Κορέας, θα ευθυγραμμίσει την πολιτική της με την πολιτική των Συμμάχων. Εάν βραδύτερον ήθελον μεταβληθή αι συνθήκαι, θα εδημιουργούντο ίσως γενικώτεραι προϋποθέσεις αι οποίαι θα επέτρεπον εις την κυβέρνησιν να συμπληρώση τα μέτρα επιεικείας».