Εμπόδια για την ειρήνευση
Για τον Νικόλαο Πλαστήρα το ιδεολογικό και πολιτικό κοστούμι, που του έχει κατασκευάσει ο Παπανδρέου και που αναγκάστηκε να φορέσει, είναι πολύ στενό. Ο Πλαστήρας επιθυμεί να πραγματοποιήσει την ειρήνευση και τον εκδημοκρατισμό της χώρας, με κατάργηση της Μακρονήσου, όσο το δυνατόν ευρύτερη αμνηστία, κατάπαυση των διώξεων για πολιτικούς λόγους και των διοικητικών εκτοπίσεων. Αλλά οι αντιδράσεις είναι ισχυρές. Η Δεξιά, με τη μεγάλη δύναμη που διατηρεί στον κρατικό μηχανισμό και μετά την εκλογική ήττα της, προσπαθεί να ματαιώσει κάθε μέτρο «επιεικείας», που το χαρακτηρίζει παραχώρηση προς τον κομμουνισμό. Αυτή την πολιτική του αμείλικτου διωγμού κάθε αριστερού ή κάθε υπόπτου για αριστερισμό, ακόμα και οπαδών και στελεχών της ΕΠΕΚ, άλλοι την ενστερνίζονται, γιατί ειλικρινά πιστεύουν ότι κινδυνεύουν το καθεστώς και η ασφάλεια της χώρας και μετά τη στρατιωτική ήττα του ΚΚΕ, και άλλοι από πολιτικό υπολογισμό, από την πεποίθηση δηλαδή ότι η οξύτητα ευνοεί τη Δεξιά.
Από την άλλη πλευρά, η ηγεσία του ΚΚΕ, διατηρώντας ακόμα μικρές ομάδες ενόπλων σε ορισμένες περιοχές, ασυρμάτους μέσα στην Αθήνα και παράνομα τυπογραφεία, ενώ δεν προσπορίζεται κανένα πολιτικό όφελος, δίνει προσχήματα για τη διατήρηση του καθεστώτος των εκτάκτων μέτρων. Δεν θέλει να δεχτεί ότι, με το διεθνή συσχετισμό των δυνάμεων, το πρόβλημα της εξουσίας είχε κριθεί για πολλές δεκαετίες στην Ελλάδα και ότι, στην περίοδο αυτή, όπως συνήθιζε αργότερα να λέει ο Ηλίας Ηλιού, η πιο επαναστατική πολιτική για την Αριστερά είναι η επιδίωξη της νομιμότητας.
Επειδή και από μέσα από την ΕΠΕΚ πολλοί διαμαρτύρονται ότι η εφαρμογή της πολιτικής της ειρηνεύσεως φαλκιδεύεται, ο Πλαστήρας απευθύνεται στις 6 Μαΐου από το ραδιόφωνο προς τον λαό για να διακηρύξει:
«...η κυβέρνηση του Κέντρου της οποίας προΐσταμαι θα εκπληρώσει όλας της τα υποσχέσεις με σταθερότητα, αλλά και με γοργό ρυθμόν. Και, μεταξύ αυτών, πρώτην θέσιν κατέχει εις την εκτίμησιν και εμού και των συνεργατών μου η ειρήνευσις των Ελλήνων. Γεγονότα πασίγνωστα και οδυνηρά διετάραξαν την ψυχικήν ενότητα μεταξύ των Ελλήνων, εφυγάδευσαν την γαλήνην από πολλάς καρδίας και εκινδύνευσαν να προκαλέσουν ρήγματα εις το εθνικόν οικοδόμημα. Αυτά τα ρήγματα σας καλώ να τα φράξωμεν όλοι μαζί και αυτήν την φυγαδευθείσαν γαλήνην σάς καλώ επίσης να επαναφέρωμεν εις τον ρημαγμένον μας τόπο (...). Οι πολίται όλων των αποχρώσεων καλούνται να εμπιστευθούν εις το κράτος την ασφάλειάν των και την αποκατάστασιν του δικαίου όπου χρειάζεται (...). Εν τη εφαρμογή της πολιτικής της λήθης, η κυβέρνησις απεφάσισεν ήδη να καταργήση την Μακρόνησον ως στρατόπεδον πολιτικών κρατουμένων. Όσοι εξ αυτών δεν απολυθούν από τας κατά Νόμον αρμοδίας επιτροπάς διότι θα κριθούν επικίνδυνοι εις την δημοσίαν ασφάλειαν, αυτοί θα μεταφερθούν εις άλλην νήσον, όπου θα τελούν υπό καθεστώς απλού και προσωρινού περιορισμού και υπό συνθήκας συμφώνους προς τας αρχάς του ανθρωπισμού (...). Καλώ ολόκληρον τον ελληνικόν λαόν εις συναγερμόν ημερώσεως, εργασίας και χαράς. Τα μίση και η βία δεν έπληξαν ένα μόνον μέρος του. Υπήρξαν ολέθριοι φορείς δυστυχίας και πένθους δι'ολόκληρον το έθνος (...). Πολεμούμε ήδη επί δέκα συνεχή έτη. Ας δοκιμάσωμεν τώρα και την ειρήνην...».
Και η ομιλία αυτή επιβεβαιώνει υποχωρήσεις από τις αρχικές θέσεις του Πλαστήρα (π.χ. για την κατάργηση των εκτοπίσεων). Αλλά είναι μία άλλη γλώσσα από τις προγραμματικές δηλώσεις, που έχει διατυπώσει ο Γεώργιος Παπανδρέου. Μια γλώσσα, που ταιριάζει περισσότερο στη νοοτροπία και στην τοποθέτηση του Πλαστήρα και που ρίχνει βάλσαμο στις ψυχές χιλιάδων μαυροφορεμένων και κατατρεγμένων.