Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΤΡΗΣ: Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΦΑΣΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ V, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, στη σελίδα 226, αναφέρει:
Σύμφωνα με τη συνταγή του Χόλυγουντ για τα γκανγκστερικά φιλμς, ενώ το «τέλειον έγκλημα» κοντεύει να ολοκληρωθεί, ξαφνικά, στις 12 παρά 5, κάτι δεν πάει καλά. Οι κακοί τιμωρούνται. Οι καλοί νικούν. Και ο θεατής φεύγει με το ηθικοπλαστικό δίδαγμα ότι στο κόσμο αυτόν η αρετή πάντα θριαμβεύει… Δεν ξέρω αν και στην πραγματικότητα οι εγκληματίες διαπράττουν, κατά κανόνα, κάποιο μοιραίο λάθος. Στην περίπτωση πάντως του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου οι σκηνοθέτες έκαναν το λάθος να υποτιμήσουν τη δύναμη αντιστάσεως δύο παραγόντων: της Βουλής και του Λαού! Εφόσον είχε αποφασιστεί η διατήρηση της συνταγματικής βιτρίνας (μ’αυτό τον όρο είχε δοθεί η έγκριση της Ουάσινγκτον), η κυβέρνηση Νόβα έπρεπε να περιβληθεί με την εμπιστοσύνη της Βουλής. Δηλαδή να συγκεντρώσει 151 ψήφους. Και διέθετε μόνο 25, όσοι και οι υπουργοί. Ο Κανελλόπουλος προθυμοποιήθηκε να προσφέρει τους 99 βουλευτές της ΕΡΕ. Το ίδιο και ο Μαρκεζίνης με τα 7 κοινοβουλευτικά μέλη του κόμματός του. Σύνολο 131. Έλειπαν είκοσι. Κάτι έμμεσες βολιδοσκοπήσεις σε βουλευτές της Αριστεράς έδωσαν αρνητικό αποτέλεσμα. Μόνη απομένουσα δεξαμενή ήταν η Ένωση Κέντρου. Για να είμαστε ειλικρινείς, στην Ένωση Κέντρου δεν επερίσσευε η αρετή. Ένας σημαντικός αριθμός βουλευτών δεν είχε ανυπέρβλητους δισταγμούς ν’ανταλλάξει το πικρό ψωμί του νέου Ανένδοτου αγώνα με ένα υπουργικό χαρτοφυλάκιο της εκλογής του ή με ένα χρηματικό ποσό γύρω στις 100.000 ως 200.000 δολάρια – όσο περίπου είχε διατιμηθεί η κάθε βουλευτική αποσκίρτηση.
Σωστά, επομένως, οι συνωμότες είχαν σταθμίσει τα πράγματα. Κατά τους υπολογισμούς των Χοϊδά και Μητσοτάκη (που ήσαν οι εμπνευστές των Ιουλιανών) ο αριθμός εκείνων που ήταν δυνατό να καμφθούν θα κόστιζε γύρω στα 15 εκατομμύρια δολάρια. Μικροπράγματα… Αλλά συνέβη το απρόοπτο, που προκάλεσε εμπλοκή στα γρανάζια του μηχανισμού της συνωμοσίας. Το απρόοπτο ήταν η εξέγερση του λαού. Μέσα σε μια νύχτα, από την ώρα που οι έκτακτες εκδόσεις των εφημερίδων ανήγγειλαν την εκπαραθύρωση του αρχηγού της πλειοψηφίας ως την έναρξη της διαδικασίας κατασκευής βασιλικών ανδρεικέλων, σ’αυτές τις λίγες ώρες, η ωρίμανση του λαού είχε πραγματοποιήσει ένα τεράστιο ποιοτικό (και ποσοτικό) άλμα… Τα αρνητικά στοιχεία της πολιτικής του Παπανδρέου ξεχάστηκαν. Ένα μοναδικό αίσθημα κυριάρχησε: η προσβολή. Ο καθένας αισθάνθηκε να καίει το δικό του μάγουλο από τη συμπεριφορά των ξένων και του νεαρού μονάρχη. Και ο αντίκτυπος δεν περιορίστηκε στην ευρεία δημοκρατική παράταξη. Εξεσπάθωσε εναντίον του Θρόνου και ένα σημαντικό ποσοστό οπαδών της Δεξιάς. Αν μπορεί να δοθεί επιγραμματικά η θυελλώδης λαϊκή έκρηξη του θέρους του 1965, αδίστακτα λέμε: Εκμηδένισε τη δημοτικότητα της δυναστείας αι θεοποίησε τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Για πολλούς μήνες δεν αποτολμήθηκε ούτε μια δημόσια εμφάνιση της βασιλικής οικογένειας. Ενώ τέσσερις μέρες μετά το πραξικόπημα, όταν ο Παπανδρέου κατέβηκε από το Καστρί στην Αθήνα, κινητοποιήθηκε – χωρίς καμιά απολύτως προπαρασκευή – ο πληθυσμός της πρωτεύουσας και τον επευφήμησε μ’ένα ενθουσιασμό, που θύμιζε κάτι μεταξύ αρχαιορωμαικού θριάμβου και ινδικής λατρείας προς τον Γκάντι. Οι ιαχές δονούσαν επί ώρες την ατμόσφαιρα και ο βουερός αντίλαλος διαπερνούσε τα κατάκλειστα παράθυρα των ανακτόρων και περιέλουε με ριγηλό τρόμο τους ενοίκους του. Μια ακριβοδίκαιη παρατήρηση είναι ότι τόσο η θεοποίηση του Παπανδρέου όσο και η λαϊκή αποστροφή προς των Κωνσταντίνο, φαινομενικά μόνο είχαν στόχους τα δύο πρόσωπα. Στη λαϊκή αντίληψη, που συνηθίζει να υπεραπλουστεύει τις έννοιες, οι δύο πρωταγωνιστές αντικατόπτριζαν τους δύο κόσμους – το φως και το σκοτάδι. Και το ένστικτο του λαού διέκρινε όχι δύο πρόσωπα, αλλά δύο σύμβολα της προαιώνιας πάλης των δυνάμεων του καλού και του κακού. Ο θαυμαστός αυτός μεταβολισμός είχε συντελεσθεί από τη μια στιγμή στην άλλη, σαν τη λάμψη της αστραπής που σκίζει το σκοτάδι.
Η λαϊκή έκρηξη είχε αποφασιστική επίδραση στη στάση των βουλευτών. Η μαγνητική έλξη του προσφερόμενου υπουργείου και των άλλων παροχών υποχωρούσε – όχι πάντοτε – μπροστά στην απειλητική προοπτική του πολιτικού θανάτου. Κάθε βουλευτής που πήγαινε στην εκλογική του περιφέρεια ερχόταν αντιμέτωπος με τη λαϊκή οργή: «Πρόσεξε», του έλεγαν όχι πολύ διακριτικά. «Αν μείνεις πιστός στον «γέρο», θα είσαι ισόβιος βουλευτής. Αλλά αν πουληθείς και μας προδώσεις, να μην ξαναπατήσεις εδώ».
Στη δημιουργία της εκρηκτικής ατμόσφαιρας είχαν συμβάλλει και οι πρώτες δραστηριότητες τα κυβερνήσεως Νόβα. Σε μια φοιτητική συγκέντρωση διαμαρτυρίας (21 Ιουλίου) η αστυνομία, κατευθυνόμενη τώρα από τον «σκληρό» ναύαρχο Τούμπα, ξαναθυμήθηκε της «ηρωικές» μέρες του καραμανλισμού και έδειξε τα φρεσκοακονισμένα δόντια της. ο απολογισμός ήταν: ένας νεκρός φοιτητής, ο Σωτήρης Πέτρουλας, 200 τραυματίες και 250 συλληφθέντες… Αυτή η αιματηρή υπόμνηση των πραγματικών στόχων του πραξικοπήματος – και δεν ήταν η μόνη – ύψωνε το φράγμα της λαϊκής εξεγέρσεως και ασφαλώς δεν διευκόλυνε την αύξηση του αριθμού των προδοτών βουλευτών.
Το ιουλιανό εγχείρημα, όπως είπαμε, είχε ξεκινήσει με την προϋπολογισμένη προϋπόθεση ότι υπερεπαρκής αριθμός βουλευτών του Κέντρου θα δελεαζόταν από τα «πλούσια ελέη» της νέας καταστάσεως και θα πρόδιδε τη δημοκρατία και τον ηγέτη της. Γι’αυτό και ήταν πολύ πικρή η απογοήτευση, όταν την μέρα της ψηφοφορίας διαπιστώθηκες ότι ξ επιχείρηση εξαγοράς συνειδήσεων είχε αποδώσει από το σύνολο των 171 βουλευτών του κέντρου μόνο 25 αποστάτες. Η ψηφοφορία έγινε τη νύχτα της 4ης Αυγούστου. Η κυβέρνηση Νόβα καταψηφίστηκε (131 υπέρ και 167 κατά, 2 απουσίαζαν). Ήταν η πρώτη αποτυχία των συνωμοτών.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΤΡΗΣ: Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΦΑΣΙΣΜΟΎ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV, Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, στη σελίδα 202, αναφέρει:
Όταν τα κονδύλια των στρατιωτικών δαπανών ήσαν – πρό της δικτατορίας – σε χαμηλότερο επίπεδο, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, καθηγητής Ξενοφών Ζολώτας, είχε επισημάνει στη γενική συνέλευση των μετόχων της Τραπέζης (Απρίλιος 1963) ότι «το πρόβλημα των στρατιωτικών δαπανών σωρεύει μεγάλους κινδύνους και αφήνει έκθετον την οικονομικήν ανάπτυξιν και σταθερότητα της χώρας». Κατά τον Ζολώτα, «ουσιώδη προϋπόθεσις» για την περιφρούρηση της οικονομικής ισορροπίας ήταν η «κάλυψις με αμερικανικήν βοήθειαν του υπερβάλλοντος βάρους των αμυντικών δαπανών». Εκτός από τις «ηθικές αξίες της Δύσεως» (που τόσο γνήσια εκφράζονται από τον Τσαγκ-Κάι-Σεκ, τον Κυ, τον Φράνκο ή τον Παττακό…), το μεγάλο «ατού» της ελληνικής Δεξιάς για την δικαιολόγηση του δυσβάστακτου ύψους των στρατιωτικών δαπανών ήταν ο βουλγαρικός κίνδυνος. Χωρίς να λησμονάμε τον κάθε άλλο παρά έντιμο ρόλο της μοναρχικής Βουλγαρίας από το 1912 μέχρι το 1945 και τις ωμότητες σε βάρος ελληνικών πληθυσμών, η καλή πίστη επιβάλλει ν’αναγνωρίσουμε ότι το μεταπολεμικό καθεστώς της Βουλγαρίας ακολούθησε πολιτική «ειρηνικής συνυπάρξεως» με τα διαφορετικού καθεστώτος γειτονικά κράτη. Επανειλημμένα μάλιστα η Βουλγαρία διεκήρυξε ότι δεν τρέφει εδαφικές διεκδικήσεις απέναντι στην Ελλάδα. Οπωσδήποτε, μετά τις συμφωνίες της Σόφιας (1965 ο μύθος του βουλγαρικού κινδύνου άρχισε να εξατμίζεται.
Απόμειναν για να δικαιολογούν τις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες δύο άλλες περιπτώσεις: το ενδεχόμενο τουρκικής επιθέσεως και η πιθανότητα γενικότερης ρωσικής ενέργειας, προς κατάληψη της Ευρώπης. Στην πρώτη περίπτωση θα επρόκειτο για ενδοατλαντική διένεξη, δεδομένου, ότι και η Ελλάδα και η Τουρκία ήσαν και είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Μοιάζει όμως με παραλογισμό το να υφίσταται η χώρα μας αυτή την τρομερή οικονομική αφαίμαξη (εν ονόματι των ατλαντικών ιδεωδών) για να προασπίζει την εδαφική της ακεραιότητα από επιθετικές προθέσεις ενός ατλαντικού συνεταίρου της. Η περίπτωση, τέλος, ευρείας σοβιετικής ενεργείας στην Ευρώπη δεν αφορούσε άμεσα τη μικρή Ελλάδα. Ήταν και είναι ένα πρόβλημα που η αντιμετώπισή του ανήκει στην δικαιοδοσία των «μεγάλων».
Το συμπέρασμα είναι ότι από όποια άποψη και αν κοιταζότανε το θέμα των στρατιωτικών δαπανών πρόβαλε σαν μια από τις μορφές των κακοήθων αλλοιώσεων που είχαν δημιουργηθεί στην εθνική ζωή. Ο λαός εστέναζε κάτω από το καταθλιπτικό βάρος των δαπανών. Και οι μόνο ωφελημένοι ήσαν το ΝΑΤΟ, που είχε εξασφαλίσει αδάπανα μια στρατιωτική δύναμη με αστυνομικά καθήκοντα για την υποταγή του ελληνικού λαού, και η κάστα των μιλιταριστών, που γι’αυτούς το ύψος των στρατιωτικών δυνάμεων ήταν ευθέως ανάλογο με την ταχύτητα των προαγωγών, τα πρόσθετα οικονομικά προνόμια και την άσκηση ελέγχου επί της δημόσιας ζωής. Για το Παλάτι, τέλος, ο στρατός – επιμελώς ξεκαθαρισμένος – ήταν το δυναμικό αντίβαρο στης δυσμενείς διακυμάνσεις του λαϊκού αισθήματος.
Πως αντιμετώπισε ο Παπανδρέου το θεμελιώδες αυτό πρόβλημα; Η απάντηση είναι: δεν το αντιμετώπισε καθόλου. Και η απουσία αντιμετωπίσεως σήμαινε σιωπηρή παραδοχή από τον πρωθυπουργό ότι και οι στρατιωτικές δαπάνες υπάγονταν στα «στεγανά» της βασιλικής και αμερικανικής εξουσίας. Και όμως. Οι ωραίοι οραματισμοί της κοινωνικής αναπλάσεως και της λαϊκής ευημερίας ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθούν χωρίς μια ρωμαλέα αντιμετώπιση (με την απλή μέθοδο του «γόρδιου δεσμού») των στρατιωτικών δαπανών.
Οι αλλεπάλληλοι «ιπποτισμοί» του Παπανδρέου προς το κατεστημένο εξελήφθησαν – όπως συμβαίνει συνήθως στη ζωή – σαν αδυναμία. Και αποθράσυναν και το Παλάτι και την ξένη κηδεμονία.