Οικονομική εξυγίανση και δυσκολίες
Μέσα στη συνεχιζόμενη και εντεινόμενη πολιτική θύελλα, η κυβέρνηση του Κέντρου και ιδιαίτερα ο υπουργός του Συντονισμού Γ.Καρτάλης προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις οικονομικές δυσκολίες και να αποκαταστήσει την ισορροπία στην οικονομία της χώρας. Οι Αμερικανοί πιέζουν για όλο και εντονότερη αντιπληθωριστική πολιτική, ενώ, ταυτόχρονα, περιορίζουν τη βοήθεια και δεν επιτρέπουν καμιά μείωση των στρατιωτικών δυνάμεων της Ελλάδας. Το δελτίο Τύπου του Οργανισμού Αμοιβαίας Ασφαλείας (Σχεδίου Μάρσαλ) δημοσιεύει, τον Μάρτη του 1952, στοιχεία από τα οποία βγαίνει ότι η Ελλάδα έχει, σχετικά με τον πληθυσμό της, τον μεγαλύτερο αριθμητικά στρατό απ'όλες τις χώρες του NATO (Το Βήμα, 23 Μαρτίου 1952). Παρ'όλ'αυτά, ο υπαρχηγός του οργανισμού Τζον Κένυ, που ήλθε στην Αθήνα στις αρχές Απριλίου, δηλώνει ότι το πρωταρχικό για την Ελλάδα είναι να συνεχιστεί η αντιπληθωριστική πολιτική:
«Περίπτωσις να εγκριθή νέον παραγωγικόν έργον μη έχον σχέσιν με την άμυναν της χώρας δεν υπάρχει», τονίζει.
(Εφημερίδες, 5 Απριλίου.)
Αποτέλεσμα της έντονης αντιπληθωριστικής πολιτικής (μειώθηκαν κατά 7% οι πιστώσεις προς την οικονομία το 1952, από 426,4 εκατ. δολάρια, σε 277,1 οι εισαγωγές κ.λ.π.) είναι να παρουσιαστεί, για πρώτη φορά μετά την Απελευθέρωση, κάμψη, αντί για αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής και να γίνουν πολλές απολύσεις εργαζομένων. (Δελτίο Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων 1952-53. Και περιοδικό Νέα Οικονομία, τ. 1/1953.) Το εθνικό εισόδημα κατά το 1952 θα ανέβει τελικά μόνο κατά 1,5%, κι αυτό χάρη στην αύξηση της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής. Το λαϊκό όμως εισόδημα πέφτει σημαντικά. Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, το 1951-52 το σιτηρέσιο του Έλληνα περιλαμβάνει 2.450 θερμίδες την ημέρα, ενώ πριν από τον πόλεμο ήταν 2.607 {Νέα Οικονομία, τ. 3/1953).
Ευεργετικές συνέπειες της αντιπληθωριστικής πολιτικής είναι η αποκατάσταση της νομισματικής σταθερότητας, ο περιορισμός του ελλείμματος του προϋπολογισμού και η βελτίωση γενικά των δημόσιων οικονομικών, η περιστολή της χρυσοφιλίας (η τιμή της λίρας έπεσε), η μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας.
Ο Βαρβαρέσσος, στη μυστική του έκθεση, στην οποία έχουμε αναφερθεί, τόνιζε ότι είχε ολέθριες συνέπειες στην οικονομία της χώρας το γεγονός ότι η σχέση δραχμής - δολαρίου παρέμενε στις 15.000 δραχμές, τιμή πολύ κατώτερη από την πραγματική του αμερικανικού νομίσματος (ακριβά τα εξαγώγιμα προϊόντα, ενθάρρυνση εισαγωγών, διαρροή συναλλάγματος, εξαγωγή κεφαλαίων κ.λ.π.). Και πρότεινε να αναπροσαρμοστεί η δραχμή, αφού όμως εξυγιανθεί προηγούμενα η οικονομία (στο ίδιο, 5/1953). Και οι Αμερικανοί οικονομικοί «σύμβουλοι» θεωρούν αναπόφευκτη και αναγκαία την αναπροσαρμογή της δραχμής, αλλά επιφυλάσσονται να την «επιτρέψουν» και να τη «δώσουν» σαν δώρο σε «σταθερή κυβέρνηση», στον Συναγερμό.
Μια εικόνα της ελληνικής οικονομίας κατά το 1952 δίνει ο υπουργός του Συντονισμού Γ.Καρτάλης στον υπαρχηγό του Οργανισμού Αμοιβαίας Ασφαλείας κατά τη συνεδρίαση της Οικονομικής Επιτροπής στις 4 Απριλίου. Ο Καρτάλης τονίζει πως κύριο χαρακτηριστικό του μεταπολεμικού ελληνικού οικονομικού προβλήματος είναι η ταυτόχρονη ύπαρξη σοβαρών δυσκολιών στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών της χώρας και σοβαρής υποαπασχόλησης ιδιαίτερα του αγροτικού πληθυσμού. Περισσότερο από το μισό του ελλείμματος του εμπορικού μας ισοζυγίου οφείλεται στη σοβαρή επιδείνωση για την Ελλάδα των τιμών των εισαγομένων σε σχέση με τις τιμές των εξαγομένων προϊόντων. Οι καθιερωμένες αγορές ελληνικών εξαγώγιμων προϊόντων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης δεν υπάρχουν και η γερμανική αγορά έχει σημαντικότατα περιοριστεί μετά τη διείσδυση των αμερικανικών καπνών, που χρηματοδοτούνται από την αμερικανική βοήθεια. Οι δυσχέρειες στο ισοζύγιο των εξωτερικών πληρωμών είναι συνυφασμένες με την υποαπασχόληση. Ο «πλεονάζων», στις σημερινές συνθήκες γεωργικής αναπτύξεως και τεχνικής, πληθυσμός, στην ύπαιθρο, ξεπερνά το ένα εκατομμύριο. Ο πληθυσμός αυτός δεν μπορεί να απορροφηθεί σε αστικές απασχολήσεις, γιατί υπάρχουν στις πόλεις ανεργία, καθώς και σημαντικός αριθμός ατόμων που απασχολούνται σε κάθε μορφής παρασιτικές εργασίες.
«Αι μεταπολεμικαί δυσχέρειαι του ελλειμματικού ισοζυγίου εξίοτερικών πληρωμών - συνεχίζει ο Γ.Καρτάλης - αντικατοπτρίζονται εις το γεγονός ότι, εκ του συνόλου των 790 εκατ. δολαρίων βοηθείας από το Σχέδιον Μάρσαλ μέχρι του τέλους Ιουνίου του 1951 πλέον του 75% κατηναλώθησαν δι'εισαγωγάς βασικών αγαθών προς ικανοποίησιν των τρεχουσών αναγκών της χώρας, και επομένως ολιγώτερον των 25% απέμειναν διά την χρηματοδότησιν εισαγωγών αγαθών κεφαλαίου. Εντός του αυτού χρονικού διαστήματος μέρος του συνόλου των διαθεσίμου πόρων μας απερροφήθη από την συνεχή αμυντικήν προσπάθειαν της χώρας (...) το ποσοστόν των αμυντικών μας δαπανών επί του συνόλου των κρατικών δαπανών κατά τα τελευταία έτη ήτο κατά μέσον όρον πλέον του 45% (...) το συσσωρευτικόν έλλειμα (σ.σ.: του κρατικού προϋπολογισμού) των τεσσάρων ετών (σ.σ.: 1948-1952) ανέρχεται εις πλέον των 3.600 δισεκατομμυρίων, ενώ το σύνολον των στρατιωτικών δαπανών της τελευταίας τετραετίας είναι σχεδόν 9.000 δισ».
Τέλος, ο Καρτάλης υπολογίζει την επιβάρυνση της ελληνικής οικονομίας από τις δαπάνες αμύνης κατά την τετραετία 1948-1952 στο 9% του συνόλου των εθνικών πόρων, συμπεριλαμβανομένης και της αμερικανικής βοήθειας (Ναυτεμπορική, 8 Απριλίου 1952).
(Ο καθηγητής Άγγ.Αγγελόπουλος υπολογίζει σε 47% του προϋπολογισμού και σε 9,4% του εθνικού εισοδήματος τις στρατιωτικές δαπάνες κατά την περίοδο 1948-52. Νέα Οικονομία, τ. 3/1953.)