Δημοσιοϋπαλληλική απεργία
Με άλλα λόγια, κυβέρνηση και Αμερικανοί μεταθέτουν τις αυξήσεις των αποδοχών των μισθωτών στις ελληνικές καλένδες. Αλλά οι δημόσιοι υπάλληλοι, που παίρνουν μισθούς πείνας, δεν μπορούν να περιμένουν. Και κηρύσσουν 24ωρη απεργία, στις 28 Ιουνίου. Επειδή όμως και πάλι η κυβέρνηση δεν δείχνει διάθεση να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους, στις 5 Ιουλίου κατεβαίνουν σε απεργία διαρκείας. Η κυβέρνηση τότε εγκαταλείπει τις εκκλήσεις και αρχίζει τις απειλές. Ο εισαγγελέας Αθηνών ασκεί ποινική δίωξη κατά της ΑΔΕΔΥ με βάση το άρθρο 247 του Ποινικού Κώδικα, που απαγορεύει ακόμα και την απειλή δημοσιοϋπαλληλικής απεργίας. Η ηγεσία των δημοσίων υπαλλήλων, γνωρίζοντας ότι οι Αμερικανοί κυρίως εμποδίζουν την ικανοποίηση του δίκαιου αιτήματος τους (σύμφωνα με ανακοίνωση της ΑΔΕΔΥ, οι μισθοί της πλειοψηφίας των δημοσίων υπαλλήλων κυμαίνονται από 450.000 ως 900.000 πληθωρικές δραχμές της εποχής εκείνης), στρέφουν τις ενέργειές τους προς την Αποστολή. Ο Λάπαμ όμως είναι ανένδοτος. Υποστηρίζει ότι, από τυχόν αυξήσεις, θα διαταραχτεί η νομισματική και γενικά η οικονομική ισορροπία της χώρας (εφημερίδες, 7 Ιουλίου 1951). Αλλά ο ίδιος ο Πιουριφόυ καλεί τους ηγέτες της ΑΔΕΔΥ και κατά τη διάρκεια μιας δίωρης συνομιλίας, προσπαθεί να τους πείσει να εγκαταλείψουν τον απεργιακό αγώνα. Αλλά και μετά τη συνομιλία με τον Αμερικανό πρεσβευτή, οι δημόσιοι υπάλληλοι συνεχίζουν την απεργία τους. Την συνεχίζουν και μετά την κυβερνητική απόφαση να διακοπεί η μισθοδοσία των απεργών.
Στις 21 Ιουλίου, ο πρωθυπουργός συγκαλεί σύσκεψη υπό την προεδρία του. Παίρνουν μέρος οι υπουργοί Οικονομικών, Εσωτερικών και Προνοίας, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και οι αρχηγοί ΓΕΣ και ΓΕΕΘΑ. Θέμα είναι η αντιμετώπιση της δημοσιοϋπαλληλικής απεργίας. Μετά τη σύσκεψη ανακοινώνεται ότι, αν μέσα σε δύο μέρες δεν σταματήσουν την απεργία τους, οι δημόσιοι υπάλληλοι θα επιστρατευτούν και οι πρωταίτιοι θα παραπεμφθούν σε στρατοδικεία. Ταυτόχρονα, όμως, η κυβέρνηση ανακοινώνει, ότι θα δώσει ενίσχυση στους δημοσίους υπαλλήλους μισό πρόσθετο μισθό, θα αναστείλει ως την 1η Ιανουαρίου 1951 την πληρωμή από μέρους τους των δανείων που έχουν πάρει από το 1949 και θα θεωρήσει τις μέρες απεργίας σαν τμήμα της άδειάς τους από την οποία και θα αφαιρεθούν. Εξάλλου, η κυβέρνηση δίνει στη δημοσιότητα επιστολή του Πιουριφόυ προς τον Βενιζέλο: Ο Αμερικανός πρεσβευτής υποστηρίζει ότι, εξαιτίας της απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων, καθυστερούν τα έργα ανασυγκροτήσεως «και εις ωρισμένας περιπτώσεις θα έπρεπε να ανασταλούν», ότι το Κογκρέσο, αν συνεχιστεί η απεργία, θα διστάσει να χορηγήσει βοήθεια στο ελπιζόμενο ύφος «προς έθνος το οποίον έχει παραλύσει διά της παραλύσεως των δημοσίων αυτού υπηρεσιών», ότι είναι ορθή η θέση της ελληνικής κυβερνήσεως ότι δεν μπορεί να γίνει συζήτηση με τους δημοσίους υπαλλήλους αν δεν επιστρέψουν στα έργα τους και ότι «ουδείς απεργός δύναται ν'αμειφθή δι'εργασίαν την οποίαν δεν εξετέλεσεν». Τέλος, ο Πιουριφόυ δέχεται ότι πρέπει να μελετηθεί το θέμα... ενδεχόμενων αναπροσαρμογών των μισθών, «εντός των ορίων του δυνατού» και, καταλήγοντας, συγχαίρει τον πρωθυπουργό για την αποφασιστικότητα με την οποία αντιμετώπισε τους απεργούς (εφημερίδες, 22 Ιουλίου 1951).
Ο Πιουριφόυ δεν διστάζει - και η ελληνική κυβέρνηση ανέχεται - να μιλά απροκάλυπτα με γλώσσα προτέκτορα.
Την άλλη μέρα, 22 Ιουλίου, Σάββατο, η ΑΔΕΔΥ αποφασίζει να αναστείλει την απεργία, που έχει κρατήσει δεκαπέντε μέρες.