Παρασκήνιο
Και οι μεν Αμερικανοί είχαν ήδη πειστεί ότι στο πρόσωπο του Πλαστήρα βρήκαν μια νέα περίπτωση Σοφούλη της περιόδου 1947-1949. Ο στρατηγός θα έδινε μεγαλύτερη ακόμα ευρύτητα στην αντικομμουνιστική και φιλοδυτική πολιτική, που την έκανε διαβλητή όταν την εφάρμοζε, η Δεξιά. Το Στέητ Ντηπάρτμεντ ήταν σύμφωνο να δοθεί η εντολή στον Πλαστήρα. Υπέρ της λύσεως Πλαστήρα ήταν, για άλλους λόγους, και ο αρχιστράτηγος Παπάγος και ο Σπ.Μαρκεζίνης (ο οποίος είχε την ατυχία να μην εκλεγεί στη Βουλή εκείνη - το κόμμα του συγκέντρωσε 43.000 περίπου ψήφους, αλλά έβγαλε μόνο ένα βουλευτή).
Τουλάχιστον ως την έκρηξη του πολέμου στην Κορέα, η επίσημη αμερικανική πολιτική ευνοούσε «φιλελεύθερες» κυβερνήσεις στην Ελλάδα, με τον όρο να είναι έντονα φιλοδυτικές και αντικομμουνιστικές. Στις οδηγίες του προς τον αρχηγό της Αμερικανικής Αποστολής στην Ελλάδα Γκρίσγουωλντ, τον Ιούλιο του 1947, ο τότε υπουργός των Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, στρατηγός Μάρσαλ, έγραψε πως «στην ιδανική περίπτωση» τα μέλη της ελληνικής κυβερνήσεως έπρεπε να επιλεγούν και από την Αριστερά και από το Κέντρο και από τη Δεξιά, αρκεί «να μην είναι τόσο αριστεροί που να προσφέρονται για παραχωρήσεις ή διαπραγματεύσεις με τους κομμουνιστές, ούτε τόσο δεξιοί που να αρνούνται τη συνεργασία με μη κομμουνιστές». Και οπωσδήποτε να έχουν βασικό στόχο τους την «αποφασιστική αντιμετώπιση των ανατρεπτικών δυνάμεων».
Και ο Γκρίσγουωλντ θα υποστηρίξει, μετά ένα χρόνο, σε γράμμα του στον Χέντερσον:
«.. .δεν μπορείτε να εδραιώσετε την ειρήνη και την ησυχία στην Ελλάδα, στηρίζοντας μια κυβέρνηση στα δεξιά κόμματα. Οι ομάδες αυτές έχουν μια ισχυρή τάση να εξοντώσουν όλους τους Έλληνες που δεν συμφωνούν πολιτικά μαζί τους... Κατά τη γνώμη μου, έχει μεγάλη σημασία να προσπαθήσουν οι εκπρόσωποι των ΗΠΑ στην Ελλάδα να αναδείξουν μια ηγεσία μετριοπαθών και διορατικών φιλελευθέρων...».
(Και τα δύο αποσπάσματα αναφέρονται από τον καθηγητή Τζον Ιατρίδη, στο άρθρο του: «Το δόγμα Τρούμαν», που δημοσιεύεται στο βιβλίο Η αμερικανική πολιτική στην Ελλάδα και Κύπρο, επιμέλεια Couloumbis-Hicks, 35-6, Εκδόσεις Παπαζήση, 1976.)
Αφού τα τρία κόμματα έχουν την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, φυσικό είναι να περιμένουν ότι ο βασιλιάς θα καλέσει αμέσως τον Νικόλαο Πλαστήρα να του αναθέσει την εντολή. Αλλά, όπως ήδη είπαμε, ο Παύλος θεωρούσε ακατανόητο να έχει πρωθυπουργό «του» τον Πλαστήρα, στον οποίο είχε ορκιστεί κάποτε - καθώς αφηγείται ο Σουλτσμπέργκερ - ότι δεν θα δώσει ποτέ το χέρι του. Κινήθηκε λοιπόν αμέσως το ανακτορικό παρασκήνιο για να διασπαστεί η συνεργασία των τεσσάρων αρχηγών. Η αχίλλειος πτέρνα του συνασπισμού είναι εκείνη τη στιγμή ο Βενιζέλος, ο οποίος είχε και τη φιλοδοξία να κυβερνήσει τη χώρα και τρέφει μνησικακία προς τον Πλαστήρα. Ο Βενιζέλος διατηρεί επαφή με τον Τσαλδάρη και τον Κανελλόπουλο, οι οποίοι τον διαβεβαιώνουν ότι είναι πρόθυμοι να στηρίξουν μια κυβέρνηση υπό την προεδρία του, χωρίς τη συμμετοχή της ΕΠΕΚ.
Ο βασιλιάς, γνωρίζοντας και θέλοντας να βοηθήσει τις παρασκηνιακές αυτές κινήσεις, αγνόησε τη συμφωνία των τριών κομμάτων και τη «δεδηλωμένη» τους πλειοψηφία. Το απόγευμα της 13ης Μαρτίου, ο διευθυντής του πολιτικού του γραφείου Αρ.Μεταξάς έστειλε προς καθέναν από τους τέσσερις αρχηγούς χωριστά, επιστολή στην οποία τους διαβεβαίωνε ότι ο βασιλιάς «ευχαρίστως έλαβε γνώσιν» της συμφωνίας τους και συνέχιζε:
«Έχων τούτο υπ'όψιν, η A.M. ο βασιλεύς θέλει επωφεληθή τού μέχρι της συγκεντρώσεως των οριστικών αποτελεσμάτων χρονικού διαστήματος, ίνα κατά τα κρατούντα ακούση τας απόψεις όλων των κ.κ. πολιτικών αρχηγών επί τω σκοπώ του σχηματισμού κυβερνήσεως».
Ο βασιλιάς απαντούσε δηλαδή στους τέσσερις αρχηγούς ότι έμαθε «ευχαρίστως» τη συμφωνία τους, αλλά θα την αγνοήσει, θα διατηρήσει στην εξουσία την υπηρεσιακή Θεοτόκη, θα περιμένει τα οριστικά αποτελέσματα των εκλογών και θα ακούσει στο μεταξύ τις απόψεις όλων των κομμάτων. Την άλλη μέρα, Το Βήμα σε κύριο άρθρο του έγραφε:
«Υπονομευταί της λαϊκής θελήσεως, οι τρέμοντες την αποκάλυψη των σκανδάλων της Τετραετίας κινούνται εν συγχορδία από χθες προς... Οικουμενικήν, με πρωθυπουργόν τον κ.Θεοτόκην ή, εάν αποτύχουν, με τον κ.Διομήδην, διά να εξαπατήσουν ευχερέστερα τους Φιλελευθέρους. Παίζουν με τη φωτιά».
Την ίδια μέρα ο Τσαλδάρης αποκάλυπτε ότι, αμέσως μετά τις εκλογές, διαμήνυσε στον Βενιζέλο ότι είναι πρόθυμος να υποστηρίξει κυβέρνηση υπό την προεδρία του. Όπως έγινε γνωστό, τότε, μεσολαβητής ανάμεσα στους Τσαλδάρη και Βενιζέλο ήταν ο φιλελεύθερος βουλευτής Γρηγόριος Κασιμάτης.
Ο Αμερικανός πρεσβευτής Γκραίηντυ ζητούσε από τον βασιλιά να αναθέσει την εντολή στον Πλαστήρα. Εκπρόσωπος του Στέητ Ντιπάρτμεντ δήλωνε, στις 16 Μαρτίου, ότι η επιθυμία των ΗΠΑ είναι να σχηματιστεί το ταχύτερο η νέα κυβέρνηση στην Ελλάδα, «κυβέρνησις αντιπροσωπεύουσα την θέλησιν του ελληνικού λαού, όπως εξεφράσθη αύτη ελευθέρως εις τας εκλογάς της 5ης Μαρτίου». Ο Παύλος όμως, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο, πραγματοποιούσε με αργό ρυθμό τις ακροάσεις των πολιτικών αρχηγών. Τα προβλήματα πίεζαν, ο τόπος είχε ανάγκη από κυβέρνηση, αλλά τα Ανάκτορα περίμεναν να ευοδωθούν οι προσπάθειες του παρασκηνίου. Στις 21 Μαρτίου, ο βασιλιάς συνέχιζε ακόμα τις ακροάσεις, που τις είχε αρχίσει από τις 15. Και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, βγαίνοντας από τα Ανάκτορα, δήλωνε ότι θα πρέπει να σχηματιστεί κυβέρνηση Βενιζέλου-Παπανδρέου, στηριζομένη στην ανοχή της Δεξιάς.
«Την συμμετοχήν του στρατηγού Πλαστήρα - συνέχισε ο αρχηγός του Ενωτικού Κόμματος - και μάλιστα ως πρωθυπουργού, θεωρώ αφ' ενός μεν ως εθνικώς απαράδεκτον, διότι το υπ'αυτόν κόμμα ουδεμίαν εγγύησιν παρέχει ακραιφνούς και πείσμονος εθνικής νοοτροπίας, αφ'ετέρου δε ηθικώς αποκρουστέαν, διότι η τακτική τού να εξαγοράζεται διά της πρωθυπουργίας η σιωπή ή η εθνική διαγωγή των βλαπτόντων και διαβαλλόντων το έθνος οδηγεί προς πλήρη ηθικήν εξάρθρωσιν του τόπου». (Εφημερίδες, 21 Μαρτίου 1950.)
Για τη δήλωση αυτή, με την οποία χαρακτήριζε την ΕΠΕΚ και έμμεσα τον ίδιο τον Πλαστήρα «εθνικώς απαράδεκτον», θα χρειαστεί να δώσει εξηγήσεις πολλές φορές στα επόμενα χρόνια ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Πρόσφατα, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έγραψε για εκείνο το επεισόδιο:
«Οι ψυχώσεις, που αφήκε πίσω του ο Εμφύλιος Πόλεμος, μπορούν να δικαιολογήσουν κάπως την ανησυχία που γεννήθηκε μετά τις εκλογές του 1950, σε πολλούς αξιωματικούς, και σε άλλους Έλληνες, ακόμα και σε μένα. Δεν είπα ποτέ ότι ο Νικόλαος Πλαστήρας ήταν "εθνικώς απαράδεκτος". Διαστράφηκε, τότε, σκόπιμα (ή αθέλητα) μια φράση μου. Είχα, όμως, πράγματι πει (και έτσι δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες η δήλωσή μου) ότι εισηγήθηκα στον βασιλέα, μετά τις εκλογές του 1950, να μη δοθεί η εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στον Ν.Πλαστήρα, επειδή η σύνθεση του κόμματος του έκανε, την επαύριο του Εμφυλίου Πολέμου, μια τέτοια κυβέρνηση «εθνικώς απαράδεκτη». Εσφαλμένη - προϊόν των ψυχώσεων, που δεν με είχαν αφήσει τότε άθικτο - ήταν και η γνώμη μου εκείνη, 0 Πλαστήρας και το κόμμα του εδημιούργησαν πολύ ωφέλιμες, από εθνική ακριβώς άποψη, διεξόδους. Αλλά το διαπίστωσα αργότερα». (Π. Κανελλόπουλου, Ιστορικά Δοκίμια, Αθήναι 1975, σ. 27.)