Στο 3ο Μέρος, ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ< ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, στη σελίδα 361, αναφέρει:
Μια και κάνουμε αυτή την ιστορική αναδρομή σωστό είναι ν’αναγνωρίσουμε ότι και οι τρεις «Μεγάλοι» έδειξαν σεβασμό στους κανόνες του (βρόμικου) παιγνιδιού, πρώτη η σοβιετική πολιτική ετίμησε την υπογραφή της στη δουλεμπορική αυτή συμφωνία. Τον Δεκέμβριο 1944, αμέσως μετά την απελευθέρωση, η Ρωσία ετήρησε «άψογη» στάση και παρακολούθησε σαν ψυχρός θεατής την ένοπλη βρετανική επέμβαση. Τότε, μάλιστα, ο Τσόρτσιλ, για να προσφέρει στη σοβιετική ηγεσία ένα γερό επιχείρημα, χαρακτήρισε στο χριστουγεννιάτικο μήνυμά του το ελληνικό κίνημα εθνικής αντιστάσεως σαν «γυμνό τροτσκισμό»! Στην ουσία, δηλαδή, μεταξύ Τσόρτσιλ και Στάλιν παίχτηκε μια χοντροκομμένη φάρσα με θύμα το ελληνικό αριστερό κίνημα. Η σοβιετική ηγεσία δέχτηκε τον κακοήθη ισχυρισμό του Τσόρτσιλ, αν και ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον ότι στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ δεν υπήρχε ούτε ίχνος τροτσκισμού.
Το ίδιο «έντιμη» και «άψογη» ήταν η στάση της Αμερικής, της Αγγλίας και της Ρωσίας, κατά την επιβολή του ατλαντικού νεοφασισμού στην Ελλάδα (1967) και κατά τη σοβιετική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία (1968).
Και τώρα, ας δούμε αναλυτικότερα την ευρωπαϊκή συμπεριφορά απέναντι στην κατεχόμενη από την Χούντα Ελλάδα.
Τον Ιούνιο, ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός Χάρολντ Ουίλσον μίλησε στη Βουλή των Κοινοτήτων για «ορισμένες κτηνωδίες» που διαπράττονται από το καθεστώς της Ελλάδας. Αυτό το ψήγμα αλήθειας που βγήκε από τα επισημότερα βρετανικά χείλη πλημμύρισε με ευγνωμοσύνη τον ελληνικό λαό. Προοιώνιζε ότι οι ελεύθερες δημοκρατίες θα σταματούσαν να ζεσταίνουν με την ανοχή τους το προζύμι του φασισμού στο κατώφλι της Ευρώπης.
Δυστυχώς, όχι. Τον Μάρτιο 1969 η αγγλική κυβέρνηση διαπραγματεύθηκε την πώληση πολεμικών σκαφών, αεροπλάνων και άλλου πολεμικού υλικού. Και αργότερα, Έλληνες λιμενεργάτες ξεφόρτωναν στον Πειραιά τα όπλα που έστελνε η εργατική κυβέρνηση της Μ.Βρετανίας για να παρατείνουν την υποδούλωση του ελληνικού λαού. Έτσι, η επίσημη Αγγλία έδειξε να θεωρεί ότι είναι μέσα πλαίσια του ηθικού νόμου όταν οπλίζει ένα καθεστώς, εν γνώσει ότι τα όπλα της θα χρησιμοποιηθούν για «κτηνώδεις πράξεις» εναντίον του λαού που δυναστεύεται από το εν λόγω καθεστώς. Της είναι αρκετή δικαιολογία ότι τούτο αντιπροσωπεύει μια σύμμαχη χώρα. Με την ίδια ηθική λογική ένας γκάγκστερ που εξουσιάζει δυναμικά το σπίτι μιας έντιμη οικογένειας δικαιούται να ζητάει – και να παίρνει – τη βοήθεια που προοριζόταν για την αιχμάλωτη οικογένεια… Σωστά ο Νιου Σταίητσμαν του Λονδίνου έγραψε: «Θα’πρεπε να ζούσε ο λόρδος Βύρων για να εκφράσει με τη δηκτικότητά του την απέχθεια που όλοι μας αισθανόμαστε για τη βρετανική πολιτική».
Η ίδια φιλοσοφία κυριάρχησε και στη στάση της Δυτικής Γερμανίας. Κατά τους πρώτους μήνες του ελληνικού πραξικοπήματος το στρατιωτικό καθεστώς αντιμετώπισε σφοδρότατες γερμανικές επικρίσεις. Αργότερα όμως η κυβέρνηση της Βόννης επέδειξε πολλή «ατλαντική κατανόηση». Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας έργα της Χούντας χρηματοδοτήθηκαν με γερμανικές πιστώσεις 72 εκατομμυρίων δολαρίων. Και τον Σεπτέμβριο 1968 τα ναυπηγεία Κιέλου κατασκεύαζαν υποβρύχια για το ναυτικό της δικτατορίας. Γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος που ρωτήθηκε έδωσε την εξής απάντηση: «Η Ελλάδα είναι εταίρος του ΝΑΤΟ και δεν βλέπω τον λόγο γιατί τα γερμανικά ναυπηγεία να μη την εφοδιάζουν με πολεμικά σκάφη»!
Στη Γαλλία – όπως και σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο – ο λαός, ο Τύπος, οι οργανώσεις, οι άνθρωποι του πνεύματος και πολλές πολιτικές προσωπικότητες τάχθηκαν ενεργητικά και από την πρώτη στιγμή εναντίον της φασιστικής Χούντας. Και αυτή η καθολική συμπαράσταση προς τον ελληνικό λαό εκτιμήθηκε βαθύτατα. Έδειχνε ότι ο γαλλικός λαός μένει πιστός στις γνήσιες δημοκρατικές παραδόσεις του. Οι Έλληνες προσδοκούσαν ότι η κυβέρνηση Ντε Γκωλ, απαλλαγμένη από αμερικανικές και νατοϊκές εξαρτήσεις, θα ευθυγραμμιζόταν με το πνεύμα του γαλλικού λαού. Συνέβη το αντίθετο. Εχορήγησε στη Χούντα αλλεπάλληλα δάνεια. Διετήρησε εγκάρδιες σχέσεις. Διαπραγματεύεται την πώληση αεροπλάνων «Μιράζ». Και επιπλέον αντιμετώπισε με αναλγησία την πιο ευαίσθητη πλευρά του ελληνικού δράματος, την πλευρά των βασανιστηρίων. Τον Ιανουάριο 1969, έπειτα από δισταγμούς και αναβλητικότητες είκοσι μηνών το Συμβούλιο Ευρώπης είχε δεχθεί ότι το ελληνικό καθεστώς «παραβίασε σοβαρώς τους όρους συμμετοχής του» και έδωσε στους συνταγματάρχες τη δυνατότητα εκλογής μεταξύ μιας οικειοθελούς αποχωρήσεως και μιας πιθανής αποβολής από το Συμβούλιο των υπουργών (που επρόκειτο να συνέλθει το Μάιο 1968). Και όμως αυτή η μετριοπαθής απόφαση – που και η Χούντα ακόμη την εχαρακτήρισε ικανοποιητική – καταψηφίστηκε από τους ντεγκωλικούς βουλευτές της γαλλικής αντιπροσωπείας. Ας σημειωθεί ότι ακόμη και οι Τούρκοι αντιπρόσωποι έκαναν κάτι καλύτερο από τη δημοκρατική Γαλλία. Τον Οκτώβριο 1969 στην κοινοβουλευτική διάσκεψη του ΝΑΤΟ 46 μέλη ενέκριναν απόφαση για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Οι γάλλοι αντιπρόσωποι καταψήφισαν και πάλι την απόφαση…
Φαίνεται ότι το φαινόμενο των ιδεολογικών κατολισθήσεων της ντεγκωλικής Γαλλίας είναι βαθύτερο, αν κρίνουμε από δηλώσεις του Γάλλου υπουργού των Εξωτερικών Ντεμπρέ. Τον Φεβρουάριο του 1969, ο Ντεμπρέ επισκέφτηκε επίσημα την Ισπανία του Φράνκο. Στη Μαδρίτη δήλωσε: «Το οιασδήποτε μορφής καθεστώς της Ισπανίας ελάχιστα μας ενδιαφέρει. Ούτε και δικαιούμεθα να επεμβαίνωμεν εις τας εσωτερικάς υποθέσεις μιας ξένης χώρας…». Η Γαλλία, εξάλλου, είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που κάλεσε επίσημα στο Παρίσι, και δέχτηκε με μεγάλες τιμές τον συνταγματάρχη Μακαρέζο, έναν από την τριανδρία της «Επαναστάσεως» (4 Ιουνίου 1969).
Η Ιταλία διατηρεί διπλωματικές σχέσεις με τη Χούντα. Αλλά, τουλάχιστον, δεν έχουμε υπόψη μας – ως τώρα – καμιά εκδήλωση συμπάθειας καμιάς ιταλικής κυβερνήσεως προς το ελληνικό φασιστικό καθεστώς. Αντίθετα, τον Δεκέμβριο του 1968 η ιταλική Γερουσία τροποποίησε, σχεδόν παμψηφεί, ένα νομοσχέδιο για τις τελωνειακές διευκολύνσεις των χωρών της Κοινής Αγοράς, κατά τρόπο που να αποκλείει τη χουντική Ελλάδα. Στον λόγο που εξεφώνησε τότε ο πρώην Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας, χριστιανοδημοκράτης γερουσιαστής Γκρόνκι, είπε ότι έφτασε η στιγμή «να περάσουμε από τα λόγια στις πράξεις». Αν οι πολιτικοί άνδρες της Ευρώπης είχαν το σθένος του Γκρόνκι η δικτατορία στην Ελλάδα θα είχε καταρρεύσει.
Κατά τα τέλη Μαρτίου του 1969, οι διακρατικές σχέσεις μεταξύ Ιταλίας και ελληνικής Χούντας πέρασαν από οξύτατη κρίση. Η δικτατορία ενοχλήθηκε πολύ με το γεγονός ότι ο τότε υπουργός των Εξωτερικών Πιέτρο Νένι είχε συνάντηση με τον Ανδρέα Παπανδρέου, στον οποίο εξεδήλωσε τη συμπάθεια και τη συμπαράσταση του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ιταλίας προς τον ελληνικό λαό. Η Χούντα προβάλλοντας την ατλαντική αλληλεγγύη διαμαρτυρήθηκε και ζήτησε να της δοθούν δημοσία ικανοποιητικές εξηγήσεις. Και επιπλέον διατύπωσε απειλητικούς υπαινιγμούς περί ασκήσεως οικονομικών αντιποίνων εναντίον της Ιταλίας. Προς τιμήν της, η ιταλική κυβέρνηση δεν υπέκυψε ούτε στις απειλές της Χούντας ούτε στις υποδείξεις του ΝΑΤΟ. Το ιταλικό Υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε επίσημα ότι «δεν υπάρχει τίποτε προς διάψευση» και καθόρισε τα εξής τρία σημεία της ιταλικής πολιτικής απέναντι στην «ειδική ελληνική κατάσταση»:
1. Επιθυμία ταχείας επανόδου στη δημοκρατική ομαλότητα. 2. Μη ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις. 3. Νουθεσία στους διεθνείς οργανισμούς για την εφαρμογή των υποχρεώσεων περί ελευθερίας και δημοκρατίας, που έχουν αναλάβει τα έθνη τα οποία ανήκουν στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στην Ατλαντική Συμμαχία. Τέλος, προς τιμήν της, η ιταλική κυβέρνηση ματαίωσε ναυτική επίδειξη στη Νεάπολη για τον εορτασμό της εικοσαετίας του ΝΑΤΟ. Η επίδειξη είχε προγραμματισθεί για τον Απρίλιο του 1969, ματαιώθηκε όμως έπειτα από βέτο της Ιταλίας ως προς τη συμμετοχή της φασιστικής Ελλάδας.
Η Χούντα επεδίωξε να καλλιεργήσει φιλικές σχέσεις και με τις ουδέτερες χώρες. Η υποστήριξη όμως που παρέσχε στο Ισραήλ κατά τον πόλεμο της Μέσης Ανατολής είχε προκαλέσει τη δυσπιστία των αραβικών κυβερνήσεων. Ωστόσο, στις αρχές του 1969, η Χούντα πέτυχε να υπογράψει με την Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία (Αίγυπτο) σύμβαση περί τουριστικής συνεργασίας των δύο κρατών.
Άμεμπτη μπορεί να θεωρηθεί, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη και η ιδιαίτερα ευαίσθητη γεωγραφική της θέση, η στάση της Γιουγκοσλαβίας απέναντι στον ελληνικό λαό, υπό την έννοια της μη παροχής οποιασδήποτε ηθικής ή υλική υποστηρίξεως προς τη Χούντα. Στις αρχές της «Επαναστάσεως» ο τότε μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Χριστόπουλος (έπειτα πρεσβευτής στο Παρίσι) βολιδοσκόπησε τη γιουγκοσλαβική πρεσβεία Αθηνών, επιζητώντας να μάθει τις αντιδράσεις και τη μελλοντική στάση του Βελιγραδίου. Η απάντηση της γιουγκοσλαβικής πρεσβείας ήταν σαφής και κατηγορηματική. Η Γιουγκοσλαβία – τονίσθηκε – θεωρεί το στρατιωτικό πραξικόπημα ενέργεια που θα επηρεάσει δυσμενώς τις εξελίξεις στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο. Επίσης, θα επιδράσει αρνητικά στην οικονομική και πολιτική συνεργασία της Ελλάδας με την Ανατολική Ευρώπη. Οι συνταγματάρχες έκαναν έκτοτε πολλές προσπάθειες προσεγγίσεως με το Βελιγράδι, αλλά τα αποτελέσματα ήσαν πενιχρά.
Από τις άλλες ανατολικές χώρες, η Τσεχοσλοβακία – μετά τη ρωσική εισβολή – παρέσχε ηθική ενίσχυση στον ελληνικό λαό. Ο Τύπος της Πράγας αφιέρωσε δριμύτατα άρθρα για το φασιστικό καθεστώς των Αθηνών και κατηγόρησε ευθέως την αμερικανική κυβέρνηση και τη CIA για το ρόλο της στην κατάλυση της ελληνικής δημοκρατίας. Ανάλογη ήταν και η τάση της Πολωνίας, της Ανατολικής Γερμανίας και της Ουγγαρίας.
Η Βουλγαρία όμως τήρησε πολιτική Ποντίου Πιλάτου. Στις 11 Απριλίου 1969, ο υπουργός Εξωτερικών Μπάσεφ, μιλώντας στη Βιέννη, δήλωσε τα εξής: «Η ανάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα από τους στρατιωτικούς δεν αφορά τη Βουλγαρία. Είναι καθαρώς ελληνικό πρόβλημα». Η Χούντα επιδεικνύει τη δήλωση αυτή με καταφανή ικανοποίηση… Είναι, εξάλλου, αξιοσημείωτο ότι ο πρώτος ξένος υπουργός Εξωτερικών που επισκέφθηκε της Ελλάδα επί καθεστώτος Χούντας ήταν ο Βούλγαρος υπουργός Εξωτερικών Ιβάν Μπάσεφ… (3 Μαΐου 1970).
Η Ρουμανία έκανε μια ακόμη πιο εντυπωσιακή χειρονομία: Εκάλεσε επίσημα τον Παπαδόπουλο να επισκεφθεί το Βουκουρέστι.
Με την Κίνα και την Αλβανία η Ελλάδα δεν διατηρεί ούτε καν τυπικές διπλωματικές σχέσεις. Στο πρόβλημα της Κίνας τόσο οι προδικτατορικές κυβερνήσεις των Αθηνών όσο και η Χούντα των συνταγματαρχών ακολουθούσαν πιστά την αρνητική γραμμή της Ουάσιγκτον. Αγνοούσαν την ύπαρξη της χώρας των 750 εκατομμυρίων κατοίκων και καταψήφιζαν πάντοτε την είσοδό της στα Ηνωμένα Έθνη. Μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας δεν έχει συναφθεί συνθήκη ειρήνης. Εξακολουθεί να διατηρείται από το 1940 το νομικό καθεστώς εμπόλεμης καταστάσεως. Κατά το τρίτο έτος της δικτατορίας (1969), οι σχέσεις των δύο κρατών εκτραχύνθηκαν ακόμη περισσότερο με την αναθέρμανση μιας παλιάς ελληνικής διεκδικήσεως. Χρησιμοποιώντας σαν σοβινιστικό μεγάφωνο τον συνταγματάρχη Λαδά, η κυβέρνηση των Αθηνών διεκήρυξε ότι ένας από τους σκοπούς της «Επαναστάσεως» είναι η «απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου», δηλαδή η δια πολέμου προσάρτηση της Νοτίου Αλβανίας στην ελληνική επικράτεια.
Πάντως, πολύ πριν από τους πολεμοχαρείς δονκιχωτισμούς του Λαδά, αλλά και μετά, οι κυβερνήσεις του Πεκίνου και των Τιράνων με όλα τα μέσα μαζικής επικοινωνίας είχαν αποδοκιμάσει έντονα την επέλαση του νεοφασισμού στην Ελλάδα και κατηγορούσαν ευθέως μεν τις Ηνωμένες Πολιτείες για τον ενεργό ρόλο τους, έμμεσα δεν την σοβιετική πολιτική για τον παθητικό ρόλο και τις χλιαρές αντιδράσεις της. Αργότερα όμως, στις αρχές του 1970, η Αλβανία υπέγραψε μια εμπορική συμφωνία με τη Χούντα, που κατέληξε στην αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων. Στην ουσία το ελληνικό καθεστώς, με αμερικανική πίεση, έκανε μια στροφή 180 μοιρών. Έπειτα από τους φιλοπόλεμους φανφαρονισμούς της, η συμμορία Παπαδόπουλου απαρνήθηκε επίσημα και την «εμπόλεμη» κατάσταση και τη εδαφική διεκδίκηση της Β.Ηπείρου. το αμερικανικό μαστίγιο δούλεψε καλά…
Οι ελληνοσοβιετικές σχέσεις στα πρώτα χρόνια τη δικτατορίας σημείωσαν περίεργες διακυμάνσεις. Τις πρώτες ημέρες μετά το πραξικόπημα, εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος των συνταγματαρχών επεδίωξε και είχε επαφή με τις πρεσβείες των ανατολικών χωρών. Καταρχήν ο χουντικός απεσταλμένος εξέφρασε την «ευχάριστη έκπληξη» της «Επαναστάσεως» για την «άμεμπτη στάση» της Ρωσίας. Την απέδωσε δε – όπως είπε – στις δικαιολογημένες ελπίδες της Μόσχας ότι με τη στρατιωτική κυβέρνηση της Ελλάδας είναι δυνατόν να υπάρξουν θετικότερες σχέσεις στο μέλλον «κατά το προηγούμενον του Ιράκ και τόσων άλλων χωρών…». Στο τέλος, διερμήνευσε ως εξής τις απόψεις της Χούντας: α) Η Χούντα δεν θα ανεχθεί τυχόν παρεμβάσεις της Μόσχας σε ζητήματα που αφορούν τον εξωτερικό προσανατολισμό της Ελλάδας ή τα μέτρα εσωτερικής ασφάλειας. β) Η Χούντα επιθυμεί την βελτίωση της οικονομικής συνεργασίας με τα κράτη του Παραπετάσματος, που είναι δυνατόν να φθάσει σε μεγάλο ύψος. Η ελληνική κυβέρνηση γνωρίζει ότι θα αντιμετωπίσει οικονομικό πόλεμο εκ μέρους των δημοκρατιών της Δύσεως και ενδιαφέρεται να καλύψει τα κενά με ανάπτυξη των συναλλαγών με την Ανατολή.
Η απάντηση των Ρώσων διπλωματών ήταν ότι «τίποτα δεν αποκλείεται». Συμφώνησαν δε με το χουντικό συνομιλητή τους ότι η περίπτωση του Ιράκ, όπου ο Κασίμ και ο Άρεφ αφού σκότωσαν εκατοντάδες κομμουνιστές αποκατέστησαν εγκάρδιες σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση, και ακόμη η σχεδόν αντίστοιχη περίπτωση του Νάσερ διευκολύνουν την «αμοιβαία κατανόηση» μεταξύ Μόσχας και Αθηνών».
Επακολούθησε το επεισόδιο της επιθέσεως εναντίον ρωσικού σκάφους στη Μεσόγειο, που εψύχρανε τις ελληνοσοβιετικές σχέσεις και θύμισε στη Μόσχα ότι οι ατλαντικές εξαρτήσεις της Χούντας είναι ισχυρότερες από οποιαδήποτε διπλωματική ερωτοτροπία.
Σύντομα, το σύννεφο διαλύθηκε. Τον Αύγουστο του 1968 ανέλαβε καθήκοντα ο νέος πρεσβευτής Κλημέντι Λεβίτσκιν και από τότε οι σχέσεις των δύο κρατών παραμένουν αδιατάρακτες. (Το καλοκαίρι του 1969 η Σοβιετική Ένωση πήρε μέρος στους πανευρωπαϊκούς αθλητικούς αγώνες που έγιναν στην Αθηνά με την πολυαριθμότερη ομάδα). Είναι πάντως αλήθεια ότι οι εμπορικές ελληνοσοβιετικές συναλλαγές είχαν υποστεί ως το τέλος του 1969 σημαντική καθίζηση, οι δε μορφωτικές επικοινωνίες νεκρώθηκαν. Από ρωσική πλευρά ελήφθησαν ορισμένα μέτρα αντιποίνων. Μεταξύ άλλων το σοβιετικό Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας υιοθέτησε διάβημα του συνδικάτου ναυτεργατών και σταμάτησε τη ναύλωση ελληνικών πλοίων.
Το συμπέρασμα είναι ότι η σοβιετική κυβέρνηση, παρά την πραγματικά συγκινητική κινητοποίηση του σοβιετικού λαού και την ανάπτυξη μαζικού κινήματος αλληλεγγύης προς τη σκλαβωμένη πατρίδα μας, δεν ανταποκρίθηκε στα αισθήματα του ελληνικού λαού. Το εθνικό συμβούλιο του «Πατριωτικού Μετώπου» είχε χαρακτηρίσει τον Οκτώβριο του 1967 τη στάση της ΕΣΣΔ απέναντι στη δικτατορία «απροσδόκητα χλιαρή».
Αλλ’εκείνο που ενίσχυσε περισσότερο τη Χούντα ήταν η στρατιωτική ενέργεια της Ρωσίας στην Τσεχοσλοβακία. Ήρθε σαν ένα θεόπεμπτο δώρο, που οι συνταγματάρχες δεν το άφησαν αναξιοποίητο. Εν πρώτοις έφερε σε δύσκολη θέση το ελληνικό προοδευτικό κίνημα που έτρεφε βαθύ θαυμασμό προ τη Σοβιετική Ένωση, σαν ηγέτιδα δύναμη του αντιιμπεριαλιστικού στρατοπέδου. Η ανεπιφύλακτη και ταχεία καταδίκη του ρωσικού εγχειρήματος από ένα τμήμα της Αριστεράς έσωσε μεν την τιμή της παρατάξεως αυτής, αλλά δεν απέτρεψε κάποια ιδεολογική σύγχυση και αμηχανία. Ιδίως στις τάξεις της ακαδημαϊκής νεολαίας και των διανοούμενων, το γκρέμισμα του ειδώλου είχε αποθαρρυντικές επιδράσεις. Δύο μήνες μετά τη ρωσική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία , η Μόσχα – σύμφωνα με την Ουάσιγκτον Πόστ της 28 Οκτωβρίου 1968 – ειδοποίησε την ηγεσία του ελληνικού κομμουνισμού ότι «δεν πρέπει να υπολογίζει σε βοήθεια του Κρεμλίνου» (για την ανατροπή της Χούντας).
Αυτά όλα μπορούν να θεωρηθούν σαν αρνητικά κέρδη του ελληνικού νεοφασισμού. Το θετικό κέρδος του προέκυψε από την ανατροπή του συσχετισμού των ατλαντικών και βαρσοβιανών δυνάμεων στην Ευρώπη, γεγονός που δυνάμωσε το ειδικό βάρος της Ελλάδας σαν εταίρου του ΝΑΤΟ. Οι συνταγματάρχες έπαψαν να δέχονται «επιπλήξεις». Έγιναν τα χαϊδεμένα παιδιά του Ατλαντικού Στρατηγείου. Και σε λίγους μήνες επετράπη – κατ’εξαίρεση λόγω των γεγονότων της Τσεχοσλοβακίας – η αποστολή βαρέων αμερικανικών όπλων, που ήταν το έσχατο σύμβολο ασκήσεως υποθετικής πιέσεως της Ουάσιγκτον προς το καθεστώς τω Αθηνών. Σαν να μην έφθανε η επανάληψη της βοήθειας, ο στρατηγός Λέμνιτζερ εισηγήθηκε στην αμερικανική κυβέρνηση την «περαιτέρω αύξηση» αυτής.
Συμπερασματικά, μετά τα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας, η ελληνική δικτατορία ενίσχυσε τη θέση της και ο αγώνας για την ανατροπή της οπισθοδρόμησε. Οι ‘Έλληνες δημοκράτες είναι ευγνώμονες προς τον σοβιετικό λαό (όπως και προς όλους τους λαούς του κόσμου), αλλά όχι προς τη σοβιετική πολιτική. Ο «συμψηφισμός της βίας» - και δεν νομίζω ότι διαφέρει πολύ αν τα τανκς που καταπνίγουν τη θέληση ενός λαού οδηγούνται από ξένους εισβολείς ή από ιθαγενείς μισθοφόρους – χειροτέρεψε τη δική μας μοίρα, όπως και τη μοίρα όλων των μικρών λαών. Και οι Έλληνες, όπως και οι Τσέχοι, όπως και οι Βιετναμέζοι, δεν κάνουν διάκριση τυράννων. Αποστρέφονται κάθε μορφή και εθνικότητα τυραννίας. Σήμερα, η Σοβιετική Ένωση έχει χάσει την αγάπη των Τσέχων, χωρίς να υποκατασταθεί από την Αμερική. Και η Αμερική έχασε την αγάπη των Ελλήνων, χωρίς να έχει υποκατασταθεί από τη Ρωσία. Ο «συμψηφισμός της βίας» οδήγησε σ’έναν άλλο χειρότερο συμψηφισμό: Στον συμψηφισμό της δυσπιστίας των λαών κι προς τις δύο μεγάλες υπερδυνάμεις. Η πίστη στα ιδανικά κλονίστηκε. Και μέσα σ’έναν ανεμοστρόβιλο συγχύσεως και απογοητεύσεως η ανθρωπότητα παραπαίει. Και ατενίζει με δέος και απέχθεια τα σημερινά διεστραμμένα σύμβολα που έχουν υποκαταστήσει τα γνήσια ιδεώδη της δημοκρατίας του Τζέφερσον και της Οκτωβριανής Επαναστάσεως του 1917.