Στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV: Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, στη σελίδα 193, αναφέρει:
Στις αρχές Μαρτίου (1964) ο Παπανδρέου σημείωσε την πρώτη διπλωματική επιτυχία. Με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ απαγορεύτηκε στην Τουρκία κάθε ενέργεια εναντίον της Κύπρου. Με την ίδια απόφαση εγκρίθηκε η αποστολή στρατιωτικής ειρηνευτικής δυνάμεως του ΟΗΕ στην Κύπρο και διορίστηκε ουδέτερος «μεσολαβητής» για το Κυπριακό. Η ιδιαίτερη σημασία του επιτεύγματος έγκειται στο ότι το θέμα ξέφευγε από τα πλαίσια των συνθηκών Ζυρίχης και έμπαινε στη δικαιοδοσία των Ηνωμένων Εθνών. Ο άμεσος κίνδυνος είχε περάσει, αλλά οι αμερικανικές πιέσεις, για μια ρύθμιση που να ευνοεί την Τουρκία, είχαν γίνει αφόρητες. Τον Ιούνιο του 1964 ο πρωθυπουργός, συνοδευόμενος από τον Ανδρέα Παπανδρέου, επισκέφθηκε επίσημα – ύστερα από πρόσκληση – την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο. Το Σταίητ Ντηπάρτμεντ ζήτησε πιεστικά από τον Έλληνα πρωθυπουργό να δεχτεί διμερείς συνομιλίες με την Άγκυρα. Και όχι μόνο αυτό. Συνόδευε το πιεστικό αίτημα με την έμμεση απειλή ότι σε περίπτωση μη αποδοχής του δεν θα μπορούσαν (οι Ηνωμένες Πολιτείες) να εμποδίσουν τουρκική πολεμική ενέργεια.
Ο Παπανδρέου αρνήθηκε κατηγορηματικά να υποκύψει. Εξήγησε στους συνομιλητές του ότι χωρίς να προϋπάρχει λύση του Κυπριακού, αποδεκτή από όλες τις πλευρές, οι διμερείς συνομιλίες με την Τουρκία δημιουργούσαν απειλή πολέμου. Γιατί αν κατέληγαν – όπως ήταν βέβαιο – σε αδιέξοδο, η ελληνοτουρκική ρήξη θα ήταν αναπόφευκτη.
Το επίσημο στενογραφημένο πρακτικό της συνομιλίας Γ.Παπανδρέου και Ντην Ρασκ, υπουργού Εξωτερικών (Ιούνιος 1964), μιλάει εύγλωττα για την περήφανη στάση του ‘Έλληνα πρωθυπουργού.
Τη συζήτηση άνοιξε ο Ρασκ δίνοντας τον λόγο στον πρωθυπουργό της Ελλάδας:
Γ.Παπανδρέου: «Ευρισκόμεθα ενώπιον προτάσεως ν’αρχίσωμεν άνευ αναβολής, αμέσως, διαπραγματεύσεις μετά των Τούρκων. Και τούτο, διότι οι Τούρκοι απεφάσισαν να εισβάλλουν στην Κύπρο. Πληροφορούμεθα ότι τοιαύτη εισβολή ανεχαιτίσθη επεμβάσει του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Και ότι νέα αν επαναλαμβάνετο, δεν θα επετύγχανε. Τούτο αντιστοιχεί προς τελεσίγραφον,. Μας ζητείτε άνευ όρων παράδοσιν. Μας λέγετε: Ή θα υποταγείτε ή θα γίνει εισβολή. Όχι μόνο η Τουρκία απεφάσισε την επιδρομήν, αλλά και επληροφορήθη ότι η επιδρομή δεν δύναται να παρεμποδισθή. Αλλ’αυτό σημαίνει τελεσίγραφον. Τοιαύτα τελεσίγραφα έχει λάβει η Ελλάς από τον φασισμόν και τον ναζισμόν. Ουδέποτε ανέμενε ότι θα ελάμβανε από τους ηγέτας του ελευθέρου κόσμου. Και μάλιστα από συμμάχους. Το τελεσίγραφον είναι Τουρκικόν, αλλά καθ’ον τρόπον μας το διαβιβάζετε, αν δεν σημαίνει αποδοχήν, σημαίνει ανοχήν σας. Χωρίς καμίαν μεγαληγορίαν, εις ηρεμώτατον τόνον, οφείλω να σας δώσω την απάντησιν., την οποίαν υπαγορεύει η Ιστορία και η τιμή του έθνους: Όχι».
Ο Ρασκ σιωπούσε. Ο Παπανδρέου συνέχισε:
«Η Ελλάς είναι παράγων ειρήνης. Ουδένα απειλεί. Ουδέν ζητεί. Μολονότι προκαλείται, δεν προβαίνει εις αντίποινα. Οι Τούρκοι (Σ.Σ.: η μειονότητα) προστατεύονται εις την Ελλάδα. Και χάριν της ειρήνης και διότι επιτάσσει τούτο η ποιότης του πολιτισμού μας. Αυτή είναι η υπηρεσία την οποίαν προσφέρομεν εις την Συμμαχίαν και επίσης εις την Τουρκίαν.
Δια την Κύπρον ουδέν ζητούμεν. Απλώς ζητούμεν την εφαρμογήν θεμελιακών αρχών δικαιοσύνης και ελευθερίας. Αρχών αι οποίαι εφαρμόζονται ενταύθα και αποτελούν την δόξαν των Ηνωμένων Πολιτειών. Ζητούμεν δια την Κύπρον αδέσμευτον ανεξαρτησίαν και δημοκρατικόν πολίτευμα. Δηλαδή, η πλειοψηφία να κυβερνά και η μειονότης να προστατεύεται. Και προς τούτο προσφέρομεν διεθνείς εγγυήσεις.
Η Ελλάς αισθάνεται εν πλήρει αρμονία προς τον ελεύθερον κόσμον και τας Ηνωμένας Πολιτείας. Υφίσταται όμως εκβιασμόν παρά της Τουρκίας. Ηλπίζαμεν να εύρωμεν αλληλεγγύην παρά των Ηνομένων Πολιτειών. Και δοκιμάζομεν βαθυτάτην απογοήτευσιν βλέποντες ότι ο εκβιασμός αυτός νομιμοποιείται».
Με παγερή ευγένεια ο Ντην Ρασκ και οι συνεργάτες του, του Σταίητ Ντιπάρτμεντ άκουγαν τους υπερήφανους λόγου του Γεωργίου Παπανδρέου. Και αναπολούσαν νοσταλγία παλαιότερες επισκέψεις των Ελλήνων πολιτικών της Δεξιάς. Πόσο βολικοί ήσαν εκείνοι… Εκθέτανε δειλά δειλά τα θέματα και περίμεναν με θρησκευτική ευλάβεια την απάντηση – δηλαδή της απόφαση – των αμερικανών συνομιλητών τους… Και κάθε τόσο επαναλάμβαναν: «Γιες, σερ».
Ενώ αυτός εδώ… Η διαλεκτική επιχειρηματολογία του θυμίζει τους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας. Και είναι ακλόνητη. Λέει την αλήθεια. Αλλά πολιτική και αλήθεια είναι ασυμβίβαστες έννοιες. Τι αξία μπορεί να έχει η αλήθεια μπροστά στην ατλαντική σκοπιμότητα; Και οι βουδιστές έλεγαν την αλήθεια. Αλλά το αποτέλεσμα ήταν να καίγονται σαν λαμπάδες. Και ο Γαλιλαίος τα ίδια… Όχι. Όχι. Δεν μας αρέσει αυτός ο ευθυτενής, πανύψηλος γέρος, με την ακατανίκητη γοητεία, με τη ρητορική του Δημοσθένη. Όχι, προτιμάμε τους άλλους»…
Όσο και να μην άρεσε στην κυβέρνηση Τζόνσον η σταθερή στάση του Παπανδρέου είχε όμως θετικά αποτελέσματα. Το σπουδαιότερο ήταν ότι απέτρεψε και τον αμερικανοτουρκικό εκβιασμό και τον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Η Ουάσιγκτον έδειξε ν εντυπωσιάστηκε από τον Παπανδρέου και μετατόπισε την πιεστική πολιτική της στο διπλωματικό πεδίο.
Οι Αμερικανοί ιθύνοντες δεν επείσθησαν. Απόδειξη ότι η κυπριακή πολιτική τους παρέμεινε αμετάβλητη, παρά την υιοθέτηση άλλες τακτικής. Εκείνο που είναι ακριβές και έχει ιστορική σημασία είναι ότι ο Παπανδρέου συμπεριφέρθηκε προς τους κηδεμόνες σαν πραγματικός Έλληνας.
Βέβαια η τύχη του – και η τύχη της δημοκρατίας – είχε κριθεί από τότε. Αλλά αυτή ακριβώς υπήρξε η μεγάλη αρετή του Παπανδρέου: Να μην εξαγοράζει την παραμονή του στην Αρχή – όπως έκαναν οι «άλλοι» - προδίδοντας τα ιδεώδη του. Στην Ουάσιγκτον τον Ιούνιο του 1964 ο Γεώργιος Παπανδρέου τίμησε το όνομα της Ελλάδας.