Τα Δεκεμβριανά
Την Παρασκευή 1η Δεκεμβρίου ο Βρετανός αντιστράτηγος Σκόμπυ, διοικητής των ελληνικών και των βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, διατάσσει την αποστράτευση όλων των αξιωματικών και των ανδρών της ελληνικής Αντίστασης. Οι ΕΑΜικοί υπουργοί αρνούνται να υπογράψουν το σχετικό διάταγμα και παραιτούνται. ενώ η αντικυβερνητική πλευρά συντάσσει ένα «Σχέδιον Ενέργειας», για να «αντιταχθεί διά των όπλων κατά παντός πραξικοπήματος της αντιδράσεως» και με στόχο «να εκκαθαρίσει τας φιλικώς διακείμενας συνοικίας των Αθηνών εις όσον το δυνατόν βραχύτερον χρόνον. Να εκκαθαρίσει τελικώς την κατάστασιν τόσον εις την περιοχήν Γουδί - Ψυχικού, όσον και εις την υπόλοιπον πόλιν των Αθηνών».
Την επόμενη ημέρα, το Σάββατο 2 Δεκεμβρίου, η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ συνεδριάζει και αποφασίζει:
1. Να απευθύνει έκκληση στις κυβερνήσεις των Συμμάχων Μ. Βρετανίας, ΣοβιετικήςΈνωσης και Αμερικής.
2. Να οργανωθεί παλλαϊκή συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος την επόμενη (3 Δεκεμβρίου) στις 11 π.μ.
3. Να οργανωθεί και να κηρυχθεί παλλαϊκή απεργία για τη Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου.
4. 4. Να ανασυγκροτηθεί η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ.
Την Κυριακή το συλλαλητήριο πραγματοποιείται και η αστυνομία ανοίγει πυρ με αποτέλεσμα τον θάνατο και τον τραυματισμό πολλών διαδηλωτών. Την επόμενη της επίθεσης. Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου, το Δεύτερο Σύνταγμα της 2ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ αιφνιδιάζεται και αφοπλίζεται στη Φιλοθέη από τα βρετανικά στρατεύματα, όμως άλλες δυνάμεις του ΕΛΑΣ σημειώνουν επιτυχίες σε Αθήνα και Πειραιά. Η σύγκρουση μεταξύ των Άγγλων και των κυβερνητικών δυνάμεων από τη μία και του ΕΛΑΣ από την άλλη έχει πια ξεκινήσει για τα καλά και τις επόμενες μέρες οι στρατιωτικές επιχειρήσεις εξαπλώνονται σε ολόκληρη την Αθήνα, όπου και οι δύο πλευρές σημειώνουν επιτυχίες, καθώς και στον Πειραιά, όπου ο ΕΛΑΣ προσπαθεί να παρεμποδίσει τη συνεχιζόμενη ενίσχυση των βρετανικών δυνάμεων. Την ίδια περίοδο, δηλαδή κατά τη διάρκεια το3ν σφοδρών συγκρούσεων στην Αθήνα και τον Πειραιά, ο Τσόρτσιλ δηλώνει πως «Είναι φυσικά πολύ επιθυμητό να σταματήσει ο εμφύλιος πόλεμος. Αλλά είναι πολύ πιο σημαντικό να κερδίσουμε μια αποφασιστική νίκη για τον νόμο και την τάξη στην πρωτεύουσα».
Στις 11 Δεκεμβρίου, φθάνει στην Αθήνα, για να δει από κοντά την κατάσταση, ο Βρετανός στρατάρχης Αλεξάντερ και αποφασίζει να αντικαταστήσει τον Σκόμπυ με τον στρατηγό Τζον Χόκσγουερθ. Ο Σκόμπυ παραμένει στην Αθήνα για να αναλάβει τις διαπραγματεύσεις με τον ΕΛΑΣ.
Τις αμέσους επόμενες ημέρες, παράλληλα με κάποιες πρώτες προσπάθειες συνεννόησης, αλλά και τη συνεχιζόμενη ενίσχυση των βρετανικών και των κυβερνητικών δυνάμεων με αποβάσεις στον Πειραιά και το Παλαιό Φάληρο, οι δύο αντίπαλες πλευρές συνεχίζουν με αμείωτη ένταση τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Αθήνα και τον Πειραιά. Ο ΕΛΑΣ καταλαμβάνει τη Σχολή Ευελπίδων, ενώ οι κυβερνητικές δυνάμεις καταλαμβάνουν το νοσοκομείο Σωτηρία. Αμέσως μετά, ο ΕΛΑΣ καταλαμβάνει και ανατινάζει το κτήριο της Γενικής Ασφάλειας, ενώ με τη σειρά τους οι κυβερνητικές δυνάμεις σημειώνουν επιτυχίες στον Πειραιά και οι Βρετανοί βομβαρδίζουν από αέρος τους Αγίους Αναργύρους και τα Κάτω Λιόσια.
Την τρίτη εβδομάδα των συγκρούσεων, η πλάστιγγα έχει αρχίσει να γέρνει προς την πλευρά των συνεχώς ενισχυμένων βρετανικών και κυβερνητικών δυνάμεων, οι οποίες περνούν στην αντεπίθεση στις περιοχές του Ζαππείου, του Φιλοπάππου, του Κεραμικού, της Νέας Σμύρνης, της Καλλιθέας, της Κυψέλης και του Αμαρουσίου.
Την Κυριακή, 24 Δεκεμβρίου, κάτω από τη συνεχή πίεση του αντιπάλου, σαμποτέρ του ΕΛΑΣ τοποθετούν εκρηκτικά στα θεμέλια του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία», στην πλατεία Συντάγματος. Η επιχείρηση όμως ακυρώνεται λόγω της επικείμενης - την επόμενη ημέρα - επίσκεψης του Βρετανού πρωθυπουργού Ουίστον Τσόρτσιλ.
Ανήμερα των Χριστουγέννων, 25 Δεκεμβρίου του '44, το αεροπλάνο που μεταφέρει τον Ουίστον Τσόρτσιλ και τον Άντονι Ήντεν, ένα αμερικάνικο Σκάιμαστερ, προσγειώνεται στο αεροδρόμιο του Καλαμακίου. Στην πρώτη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε μέσα στο αεροπλάνο - με τη συμμέτοχη των Αλεξάντερ, Λίπερ και Μακ Μίλαν - ο στρατάρχης Αλεξάντερ ενημερώνει τον Τσόρτσιλ πως «η κατάσταση που ήταν σοβαρή πριν από δεκαπέντε ημέρες, τώρα είναι πολύ καλύτερη και κάθε κίνδυνος έχει περάσει». Το απόγευμα ο Τσόρτσιλ έφυγε από το Σκάιμαστερ και μετέβη με τεθωρακισμένο όχημα στον όρμο του Φαλήρου από όπου και επιβιβάστηκε στο βρετανικό πολεμικό πλοίο «Άγιαξ». Λίγο αργότερα έφτασαν και οι Λίπερ, Αλεξάντερ, Μακ Μίλαν. Σκόμπυ, Παπανδρέου και ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, τον οποίο οι Βρετανοί σκέφτονταν ως υποψήφιο για τη θέση του αντιβασιλέα.
Την επόμενη ημέρα, 26 Δεκεμβρίου, πραγματοποιείται μεγάλη σύσκεψη στο Υπουργείο Εξωτερικών υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και την παρουσία του Τσόρτσιλ, του Ήντεν, του Αμερικανού πρεσβευτή Μακβή, του Ρώσου αντισυνταγματάρχη Ποπόφ. Οι κυβερνητικές δυνάμεις εκπροσωπούνται από τους Γ.Παπανδρέου, Θ.Σοφούλη, Ν.Πλαστήρα, Δ.Μάξιμο και Καφαντάρη, αλλά και άλλες πολιτικές προσωπικότητες, ενώ το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ εκπροσωπούν οι Σιάντος, Παρτσαλίδης και Μάντακας.
Ο Τσόρτσιλ ανέφερε πως η επίσκεψή του κάτω από τέτοιες δυσχερείς συνθήκες υποδήλωνε το βρετανικό ενδιαφέρον για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση στην οποία είχε περιέλθει και εξέφρασε την αναγκαιότητα μιας γρήγορης επίλυσης και την ελπίδα τού ότι αυτή θα ερχόταν. Αργότερα, ο Τσόρτσιλ αποχώρησε και η σύσκεψη συνεχίστηκε στην προσπάθεια να επιτευχθεί κάποιος συμβιβασμός και να σταματήσουν οι ένοπλες συγκρούσεις. Όμως, πέρα από το θέμα του διορισμού αντιβασιλέα, όπου υπήρξε καταρχήν συμφωνία, ο συμβιβασμός δεν επιτυγχάνεται.
Ταυτόχρονα, οι κυβερνητικές και οι βρετανικές δυνάμεις πιέζουν όλο και περισσότερο τον ΕΛΑΣ και καταφέρνουν σημαντικές επιτυχίες στο Ψυρρή, στον Βύρωνα, την Καισαριανή. Μερικές ημέρες αργότερα, στις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου του '45, μετά από σφοδρές και επίμονες συγκρούσεις, οι κυβερνητικές και οι βρετανικές δυνάμεις καταλαμβάνουν τις περιοχές των Εξαρχείων, των Αμπελοκήπων και του Ψυχικού.
Στις 2 Ιανουαρίου, ο ΕΛΑΣ πραγματοποιεί την τελευταία του προσπάθεια αντιστροφής της κατάστασης με μια νυχτερινή αντεπίθεση για την ανακατάληψη της περιοχής του Ψυχικού, του Γηροκομείου, των προσφυγικών πολυκατοικιών και τις φυλακές Αβέρωφ. Η επιχείρηση αποτυγχάνει και το βράδυ της ίδιας μέρας, στις 23.50, το Α' Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ διατάσσει τις δυνάμεις του στην Αθήνα να υποχωρήσουν προς περιοχές εκτός της πρωτεύουσας.
Στις 11 Ιανουαρίου, ημέρα Πέμπτη, και αφού είχε προηγηθεί σημείωμα από τον Ζεύγο με το οποίο η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ ζητούσε την κατάπαυση των εχθροπραξιών, ενώ παράλληλα συνεχιζόταν η σταδιακή υποχώρηση του ΕΛΑΣ από την Αττική, υπεγράφη η συμφωνία κατάπαυσης των εχθροπραξιών ανάμεσα στον στρατηγό Σκόμπυ και τους Ζεύγο, Παρτσαλίδη, Μακρίδη και Αθηνέλλη από την πλευρά του ΕΛΑΣ.
Στις 31 Δεκεμβρίου 1944 ορκίζεται αντιβασιλιάς ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός Παπανδρέου και ορίζεται διαδικασία για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την επάνοδο του βασιλιά Γεωργίου Β'. Στις 3 Ιανουαρίου παραιτείται ο άλλος Παπανδρέου, ο πρωθυπουργός. Διάδοχος ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας, ο αρχηγός της Επανάστασης του 1922. Ήταν «επιθυμία» των Άγγλων. Ολιγομελής η κυβέρνηση: I.Σοφιανόπουλος, Ν.Κολυβάς, Π.Ράλλης, Γ.Σιδέρης, I.Γλαβάνης και Λ.Σακελλαρόπουλος. Και «ολίγον άχρους».
Οι εχθροπραξίες διακόπτονται και στις 12 Φεβρουαρίου 1945 υπογράφεται η Συμφωνία της Βάρκιζας. Προβλέπονταν διεξαγωγή εκλογών, δημοψήφισμα για το καθεστωτικό, διάλυση των ανταρτικών ομάδων, αμνήστευση του ΕΛΑΣ. Η Συμφωνία, όμως, δεν πρόκειται να εφαρμοσθεί.
Ο Πλαστήρας θα εναντιωθεί στο νόθο δημοψήφισμα που σχεδίαζαν οι Άγγλοι για την επαναφορά του βασιλιά. Θα «εκπαραθυρωθεί» από τους αρχικούς «προστάτες» του. Διάδοχος του ο ναύαρχος Π.Βούλγαρης, που είχε καταστείλει το ΕΑΜικό κίνημα στο ναυτικό στη Μέση Ανατολή. Μέχρι και τις εκλογές (31 Μαρτίου 1946) θα σχηματισθούν τρεις ακόμη κυβερνήσεις (σε ένα χρόνο): Του αντιβασιλιά Δαμασκηνού, του Π.Κανελλόπουλου και του Θεμ.Σοφούλη.