Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

ΣΠΥΡΟΣ ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΣΤΗ ΧΟΥΝΤΑ

Νέα δίκη Αεροπορίας

Αν η δίκη της Μαριάμ έδειξε μια από τις πιο άγριες, βάρβαρες και μεσαιωνικές πλευρές της ελληνικής κοινωνικής ζωής, μια άλ­λη δικαστική υπόθεση συγκλονίζει την πολιτική ζωή της χώρας: Στις 24 Φεβρουαρίου, αρχίζει στο Αναθεωρητικό Στρατοδικείο η δίκη της Αεροπορίας. Ο Συναγερμός θα δέχεται τώρα τα πυρά για μια «εξυφανθείσαν σκευωρίαν». όπως καταγγέλλουν οι συνήγοροι των αεροπόρων, επί κυβερνήσεως Κέντρου. Το επιβα­ρυντικό για την κυβέρνηση του Συναγερμού, και ιδιαίτερα για τον υπουργό Αμύνης Π.Κανελλόπουλο, είναι ότι πέρασε από τη Βου­λή ειδική διάταξη για να κρατήσει στην ηγεσία της Αεροπορίας τον Εμ.Κελαϊδή. κύριο υπεύθυνο - κατά τους συνηγόρους και την αντιπολίτευση - για τη σκευωρία στην Αεροπορία. Συγκεκριμέ­να, ο Κελάίδής έπρεπε, σύμφωνα με τους σχετικούς νόμους, να αποστρατευτεί μέσα στο 1953, γιατί είχε συμπληρώσει το 54ο έτος της ηλικίας του και δωδεκαετία στους ανώτατους βαθμούς. Η κυ­βέρνηση όμως πέρασε διάταξη σε άσχετο νομοσχέδιο και κατάρ­γησε τους νόμους αυτούς. (Το Βήμα, 27 Φεβρουαρίου 1953.)

Οι απολογίες των κατηγορουμένων είναι συγκλονιστικές. Ο σμηναγός Παναγουλάκης λέει ότι τον βασάνιζαν δώδεκα ολό­κληρες μέρες. Ο σμηναγός Ελευθ.Ζαφειρόπουλος καταγγέλλει για βασανιστές του τους αντισμήναρχο Μητσάκο, τον επισμηνα­γό Σμαήλο, τον υποσμηναγό Θέμελη και άλλους. Αναφέρει ανά­μεσα σε άλλα:

«Ακολούθως ο Μητσάκος άρχισε να με χαστουκίζει, ενώ ο επισμηναγός Σμαήλος και ο υποσμηναγός Θέμελης με ερράβδιζαν ανηλεώς εις τους κόμβους των χεριών μου και εις τα γόνατα. Κάποτε εκουράσθησαν να με χτυπούν και σταμάτησαν για να βγάλουν οι Θέμελης και Μητσάκος τα σακάκια τους... Τότε με παρέδωσαν εις τους βασανιστάς σμηνίτας Λουκάν, Κολοκυθάν καιΤσαγκλήν (...). Επειδή εφώναζα πολύ ήλθε εις το δωμάτιον των βασανιστηρίων μου ο αντισμήναρχος Μητσάκος. ο οποίος μου είπε:

- Μη φωνάζεις, γιατί όσο πιο πολύ φωνάζεις, τόσο πιο πο­λύ ξύλο θα τρως. Το μηχάνημα πάντα λειτουργεί.

Την ώρα εκείνη το ραδιόφωνο του αερονομείου ήταν ανοι-κτόν εις όλην την έντασιν, ενώ έξω από τον θάλαμον των βασανιστηρίων μου ηκούοντο οι θορυβώδεις εξατμίσεις μιας μοτοσυκλέττας. Όταν εσταμάτησαν να με δέρνουν, με υπεχρέωσαν να περιπατώ πέρα-δώθε με τα πληγωμέ­να μου πέλματα πάνω σε μυτερά χαλίκια που είχαν στρώ­σει εις το δάπεδον. Πονούσα φρικτά... Εφώναζα: "Κύριε αντισμήναρχε, βασανίζετε έναν αθώο". Τα λόγια μου αυ­τά όμως τους εξηρέθιζον περισσότερον (...). Σε μια στιγ­μή είπα στον Μητσάκον: "Κάποτε αυτά που μου κάνετε θα τα καταγγείλω". Και ο βασανιστής μου εγέλασε λέγων: " Του κεφαλιού μας νομίζεις πως τα κάνουμε αυτά; Έχου­με πλάτες... Σε ποιον θα τα καταγγείλης;..Γ».

Τους ίδιους αξιωματικούς καταγγέλλει, με υπόμνημα του στον βασιλικό επίτροπο, ο αρχισμηνίας Γαλανός ότι τον βασάνιζαν για να «ομολογήσει δολιοφθοράς» και να ενοχοποιήσει άλλους συ­ναδέλφους του και ανώτερους του. Τα ίδια πρόσωπα καταγγέλ­λει και ο λιγομίλητος υποσμηναγός Γ.Θεοδωρίδης:

«Την επομένη, 12 Απριλίου 1952. βράδυ, άρχισαν πάλι να με κτυπούν στα πόδια με χονδρό καλώδιο και επει­δή με τα χέρια μου επιχειρούσα να προστατεύσω τα πό­δια μου μού έβαλαν και χειροπέδες. Και εν συνεχεία με υποχρέωναν να περπατώ μισή ώρα επάνω σε μυτερά χαλίκια. Το βράδυ πάλι τα ίδια. Όταν καθόμουν δε στο κρεβάτι εξηντλημένος από τα βασανιστήρια με κτυπού­σαν κλωτσιές. Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ήλθαν στο κελλί μου οι Μητσάκος, Θέμελης, Καλατζής. Τσαγκλής και Κο­λοκυθάς και ρίχτηκαν επάνω μου. Δέκα λεπτά με λιάνιζαν χωρίς οίκτο, χωρίς διακοπή, με λύσσα (...). Το απόγευμα άκουσα τον Θέμελη να λέει: "Βάλτε το ραδιόφωνον". Και σε λίγο με παίρνουν για... ανάκριση. Μ'έρριξαν ύστερα σ'ένα δωμάτιο του οποίου οι τοίχοι ήταν πιτσιλισμένοι από αίμα και το δάπεδο στρωμένο με μυτερά χαλίκια. Εκεί με διέταξαν να γδυθώ και άρχισαν να με κτυπούν με λύσσα οι βασανισταί μου Μητσάκος και Σμαήλος, πα­ρουσία των σμηνιτών Καλατζή και Κολοκυθά επί 10 λεπτά της ώρας. Σε λίγο ήρθε και ο Θέμελης και όλοι μαζί άρχισαν να με βασανίζουν. Επειδή όμως πονούσα και για να μην ακούγονται οι φωνές και τα μουγκρητά, μου έβα­λαν μια πετσέτα στο στόμα και χειροπέδες... Όταν έκα­να εμετό, επιχείρησαν να βάλουν το πρόσωπο μου εκεί. Αυτό βάσταξε έως τας 10 την νύχτα».

Ο συνήγορος του Θεοδωρίδη, πρώην βασιλικός επίτροπος στρατοδικείων I.Βαρικόπουλος, καλεί τους αναθεωρητές να δουν τα πόδια του πελάτη του, από όπου λείπουν κομμάτια από τα δάχτυλα του. Ζητά επίσης να κληθεί καθηγητής της Ιατρικής να εξετάσει τους κατηγορουμένους και να διαπιστώσει αν το πόρι­σμα του αντιστράτηγου Παπαγεωργίου, που έλεγε πως δεν έγι­ναν βασανιστήρια, ανταποκρινόταν στην αλήθεια.

Ο σοφέρ Τσιώκος, που έχει αθωωθεί από το Αεροδικείο και τώρα εξετάζεται ως μάρτυρας κατηγορίας, καταθέτει ότι όλες οι καταθέσεις του στην προανάκριση ήταν κατασκευασμένες από τους βασανιστές και τις υπέγραψε ύστερα από φρικτά βασανι­στήρια (εφημερίδες, 10 Μαρτίου 1953).

Την άλλη μέρα, στο δικαστήριο, ο ανθυποσμηναγός Λεμπέσης αφηγείται ότι τα ίδια πρόσωπα τον βασάνισαν και τον κρέμασαν από ένα δοκάρι. Και ο αρχισμηνίας Παπαντωνίου επαναλαμβά­νει τις καταγγελίες που έχει κάνει στο Αεροδικείο. Η υπόθεση παίρνει πια δραματική τροπή. Στις 9 Μαρτίου, η υπεράσπιση καταθέτει στο δικαστήριο μήνυση - δήλωση ότι η προδικασία ήταν πλαστή ότι οι «ομολογίες» των κατηγορουμένων κατα­σκευάστηκαν από τους τρεις βασανιστές αξιωματικούς και από συνεργάτες τους, και ότι ο καθηγητής μαθηματικών Δάδαλης πέ­θανε στη διάρκεια των προανακρίσεων από τα βασανιστήρια.

Πρόσφατα, ο σμηναγός Ζαφειρόπουλος αφηγήθηκε σχετικά με τον θάνατο του Δάδαλη:

«Άκουγα συνέχεια στο Τατόι ένα έμμονο βογκητό, που, όπως διασταύρωσα αργότερα, προερχόταν από τον Δά­δαλη. Ήταν ένας περίεργος ήχος, ένας ήχος ανθρώπου που φθάνει στο τέλος του. Επίσης άκουγα έξω από το κελί μου ένα σύρσιμο. Πιστεύω ότι τον πήγαιναν στην τουαλέτα. Μία ημέρα ακούσθηκαν ξαφνικά κάτι θόρυβοι, τρεξίματα, φωνές των δεσμοφυλάκων σαν να γινόταν μετακόμιση. Ήταν μια κατάσταση διαφορετική από τη συνηθισμένη. Από τότε δεν ξανακούσθηκε ο Δάδαλης. Πιστεύω ότι εκεί­νη την ημέρα πέθανε». (Το Βήμα, 11 Μαρτίου 1977.)

Στο υπόμνημα του για την υπόθεση της Αεροπορίας, στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε, ο πρώην διευθυντής ασφαλείας πτήσεων του ΓΕΑ, ταξίαρχος ε.α. Β.Δέδες, γράφει:

«Ο Ακριβογιάννης εμυήθη 20 - 30 ημέρες προ της αποδράσεώς του και καθ'ον χρόνον σκοπίμως ετέλει υπό εξέτασιν της πτητικής του ικανότητος. Η μύησίς του εγένετο από πα­ράγοντας της Σ.Α. οι οποίοι και τον έπεισαν με δελεαστικά (...) ανταλλάγματα να μεταβή εις Αλβανίαν (...) επί εθνι­κή αποστολή κατασκοπίας κατά την οποίαν ούτος θα εμφανίζετο ως φυγάς κομμουνιστής (...). Το αεροπλάνον με το οποίον απέδρασε ο Ακριβογιάννης ήταν έτοιμο και διαθέσιμον, ουσιαστικώς προγραμματισμένο, διά την πτήσιν αυτήν (...). Αλλά και η συνοδεία Ακριβογιάννη ήταν ήδη εύκολος και εξησφαλισμένη και με το αυτό μάλιστα επί­στρεφαν εκ Κερκύρας και περιφερόμενον περί την 12.00 μεσημβρινήν επάνω από το Τατόι Ντακότα (...) κυβερνή­της διαθέσιμος και μεμυημένος υπήρχε (Μητσάκος) με εφεδρικόν τον Καρακίτσον, συγκυβερνήτης υπήρχε και απουσίαζαν από την σχολήν (Δημακόπουλος), ναυτίλος διαθέσιμος και μεμυημένος υπήρχε (Σκαρμαλιωράκης)... Κατά την ακροαματικήν διαδικασίαν εις το Β' Αναθεωρητικόν αποκαλύπτεται (εκ των πρακτικών) ότι ο, κατά το πόρισμα Μητσάκου, φυγαδευθείς "κομμουνιστής" Ακριβογιάννης μετέφερεν εις την ανωτάτην κομμουνιστικήν ηγεσίαν του εξωτερικού και επιστολήν ενός "Κώστα", σημα­ντικού, κατά τον Σκαρμαλιωράκην, στελέχους του ΚΚΕ, ο οποίος ήτο και ο οργανώσας διά λογαριασμόν του ΚΚΕ την απόδρασιν του Ακριβογιάννη. Διά τον ρόλον αυτού του "Κώ­στα" είχε επιλεγεί και πιθανώτατα εκρατείτο προκαταβο­λικώς εις Αστυνομικόν Τμήμα Αμπελοκήπων ο ιδιώτης κα­θηγητής μαθηματικών Χρήστος Δάδαλης. Αντίγραφον ιδιόχειρον αυτής της επιστολής είχε αποσπάσει, άγνωστον πώς και πότε, από τον Δάδαλην ο προανακριτής Μητσάκος. Και το στοιχείον τούτο, εν συνδυασμώ και με άλλας αποκαλυπτικάς ενδείξεις, αποτελεί και μίαν ήδη απόδειξιν ότι ο άγνωστον εισέτι πότε συλληφθείς Δάδαλης, ο οποίος και απεβίωσεν στις 4 Μάιου 1952 στα χέρια των βα­σανιστών του (...) είχε προγραφεί προ της αποδράσεως του Ακριβογιάννη...».

Αυτά όμως καταγράφονται τώρα. Τότε, ως εκείνη την στιγμή, υπήρχαν μόνο οι καταγγελίες των αξιωματικών της Αεροπορίας που είχαν καταδικαστεί, των συνηγόρων τους και ορισμένων εφη­μερίδων.

Στις 10 Μαρτίου 1953, Το Βήμα γράφει:

«Η υπεράσπισις των κατηγορουμένων αποτελείται από γνωστούς και αδιάβλητου εθνικοφροσύνης δικηγόρους των Αθηνών, οι οποίοι τιμούν το δικανικόν βήμα από πολλών δεκαετηρίδων και οι οποίοι δεν θα έφθαναν ποτέ εις την σοβαρήν απόφασιν της προσβολής επί πλαστότητι δικα­στικών εγγράφων, εάν δεν είχαν πεισθή οι ίδιοι, ως άν­θρωποι και ως επιστήμονες, περί της πλαστότητος. Δη­μιουργείται ούτως ένα σοβαρώτατον ζήτημα, το οποίον ξεπερνά το κιγκλίδωμα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Κανονικώς, το Αναθεωρητικόν θα πρέπει να αναβάλη την δίκην (...). Η τροπή όμως την οποίαν επήρεν η δίκη, δημιουργεί, νομίζομεν, και διά την κυβέρνησιν ΔΙΠΛΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΙΝ. Η πρώτη είναι να κατευθύνη το Αναθεω­ρητικόν προς τον δρόμον του Νόμου και του Δικαίου. Και η δεύτερη να διάταξη μίαν έρευναν, διά να εξακρίβωση τι συμβαίνει επί τέλους εις την Πολεμικήν μας Αεροπορίαν και ποίοι είναι εκείνοι που βυθίζουν το ένδοξον αυτό Σώ­μα εις την υποψίαν της ηθικής συνενοχής, που προκαλεί η χρησιμοποίησις βαρβάρων και απάνθρωπων μεθόδων».