Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

ΣΠΥΡΟΣ ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΣΤΗ ΧΟΥΝΤΑ

Η τραγωδία του Νίκου Πλουμπίδη

Η δίκη όσων έπιασε η Ασφάλεια την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1954, στελεχών και μελών του ΚΚΕ, θα γίνει ύστερα από έξι χρόνια. Και, στο μεταξύ, η κατηγορία της κατασκοπίας θα έχει μετατραπεί στο παλιό ακαθόριστο αδίκημα της «προσφοράς εις κατασκοπίαν» και κανένας από όσους θα καταδικαστούν δεν θα οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα. Την εποχή όμως αυτή, γενική είναι η πεποίθηση ότι τουλάχιστον τα κυριότερα στελέχη του ΚΚΕ που πιάστηκαν και οπωσδήποτε οι προερχόμενοι από το εξωτερικό θα έχουν την τύχη των Μπελογιάννη, Μπάτση κ.λ.π. Εξάλλου, τρεις βδομάδες πριν από τις πανηγυρικές και θριαμβευτικές ανακοινώσεις του Παπάγου για τις συλλήψεις, έχει πέ­σει από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος ο Νίκος Πλουμπίδης.

     Ένα χρόνο και δέκα μέρες από την καταδίκη του σε θάνατο, ο Πλουμπίδης ειδοποιείται πως έφτασε η ώρα του βίαιου θανάτου...  Είναι 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, όταν ένας αρχιφύλακας τον ξυπνά για να του δώσει το μαντάτο: Τα χαράματα θα οδηγηθεί στο απόσπασμα. Και ο Πλουμπίδης, θαρραλέος και «έτοιμος από καιρό», ντύνεται, φορώντας τα καλά του. Υπάρχει καμιά τρίκυμία, καμιά αμφιβολία στον νου του ανθρώπου αυτού, που, αφού αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του, όλες τις δυνάμεις του και θυσία­σε και την υγεία του, την προσωπική και οικογενειακή ευτυχία του, την ελευθερία του στον σκοπό που πιστεύει ότι υπηρετεί, στο κόμ­μα που λατρεύει σχεδόν σαν αυτοσκοπό ότι βαδίζει τώρα στον θά­νατο αποκηρυγμένος από το ίδιο το ΚΚΕ σαν προδότης και πρά­κτορας του εχθρού, αυτού που τον στέλνει στο εκτελεστικό απόσπασμα;

Ο Πλουμπίδης είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις κομμουνι­στών ηγετών που πήγαν στο εκτελεστικό απόσπασμα χωρίς κα­νείς από την παράταξη του να προσπαθήσει να τον σώσει, χωρίς καμιά κινητοποίηση για να αποτραπεί η εκτέλεση του, αλλά, αντί­θετα, προδομένος και συκοφαντημένος. Να πέρασε καμιά στιγ­μή από το μυαλό του πως, ίσως, θα ήταν χρήσιμο και στην παρά­ταξη του και στο κόμμα που γι'αυτό θυσιάζει τη ζωή του να αποκαλύψει και να καταγγείλει τον συκοφαντικό μύθο του Ζα­χαριάδη και των συνεργατών του; Τα πράγματα δείχνουν πως όχι. Διαποτισμένος και ο Πλουμπίδης από τις αντιλήψεις της μονολιθικότητας, πιστεύει ότι ανώτερη αρετή του κομμουνιστή, ισά­ξια, τουλάχιστον, με την εμμονή στις αρχές του και στην αυτοθυ­σία, είναι η πειθαρχία στον αρχηγό του. Και, στις τελευταίες στιγμές του, επιμένει να εκφράζει την υπακοή του σ'αυτόν που τον συκοφαντεί και τον προπηλακίζει. Δεν φαίνεται να τον απα­σχολεί, σε καμιά περίπτωση ότι θα πρόσφερε υπηρεσία στο κόμ­μα του, αν το βοηθούσε να απαλλαγεί από τον μύθο του αλάθη­του και παντογνώστη αρχηγού.

Η περίπτωση του Πλουμπίδη έχει το προηγούμενο της στην τραγική μοίρα των ηγετών του μπολσεβικισμού, που έφτασαν να αυτοκατηγορούνται για προδότες και πράκτορες του ιμπεριαλι­σμού στις μεγάλες δίκες της Μόσχας. Η διαφορά όμως είναι ότι εκείνοι βρίσκονταν κάτω από την πίεση ενός φοβερού μηχανι­σμού: της σταλινικής αστυνομίας. Αντίθετα, ο Πλουμπίδης ξέρει πως αυτοί που τον κρατούν και τον απειλούν με βέβαιο θάνατο θα δεχτούν με ικανοποίηση κάθε καταγγελία του εναντίον του αρχηγού του ΚΚΕ. Και ότι αυτό θα του σώσει, ίσως, και τη ζωή. Αλλά αυτό, ασφαλώς, τρομάζει περισσότερο από καθετί άλλο τον παλαίμαχο αγωνιστή. Πιστεύει πως μια τέτοια καταγγελία είναι προσφορά στον εχθρό που πολέμησε σε ολόκληρη τη ζωή του, η πραγματική προδοσία. Η ζωή του είναι το λιγότερο που τον εν­διαφέρει.

    Από το κελί του οδηγούν τον Πλουμπίδη στο αρχιφυλακείο, όπου τον περιμένει ο παπάς των φυλακών πατήρ Ιερόθεος.  Ο Πλουμπίδης δεν δέχεται να μεταλάβει, αλλά φέρεται με ευγένεια στον ιερέα και συζητά ήρεμα μαζί του:
 
- Δεν έχω τίποτε να πω, δέσποτα μου, λέει. Τα είπα στο δικαστήριο. Ό,τι έκανα, το δικαστήριο τα λέει εγκλήματα. Εγώ τα λέω αγώνα. Φεύγοντας, όμως, αφήνω στο παιδί μου ένα τίμιο όνομα.
 
Ύστερα ζητά χαρτί και γράφει γράμμα στους δικούς του. Κα­τά τις 3.30 το πρωί, τον ανεβάζουν στην κλούβα του Τμήματος Μεταγωγών. Τον οδηγούν στο Δαφνί, σε μια χαράδρα κοντά στην Αγία Μαρίνα, δεμένο με χειροπέδες. Εκεί, ο γραμματέας του στρατοδικείου τού διαβάζει την καταδικαστική απόφαση. Ύστερα τον πλησιάζει ο επίτροπος και τον ρωτά αν έχει να εκφράσει καμιά τελευταία επιθυμία. Στο σημείο αυτό, αναφέρεται ότι έγινε ο διάλογος αυτός:
 
ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΣ: Θέλω μόνο να πω ότι υπήρξα τίμιος αγω­νιστής.

ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Δεν έχεις δίκιο. Οι πράξεις σου δεν υπήρ­ξαν τίμιες. Τίμιος είναι ο κουνιάδος σου (σημ.: δικηγόρος, που υπηρέτησε στον στρατό κατά στον ανταρτοπόλεμο ως έφεδρος λοχαγός και χρημάτισε β.επίτροπος σε στρατοδικεία). Αυτός αφήνει πραγματικά τίμιο όνομα στο παι­δί του.

ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΣ: Και εγώ αφήνω τίμιο όνομα με τον τρό­πο μου.

ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Καταλαβαίνω τι εννοείς. Απευθύνεσαι προς τους άλλους. Αυτοί όμως σε λάσπωσαν.

ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΣ: Δεν πειράζει. Ο Ζαχαριάδης είναι πραγ­ματικά ο αρχηγός μου. Τον υπακούω και τώρα, στις τε­λευταίες μου στιγμές. (Ακρόπολις, 13 Οκτωβρίου 1972.)

     Ύστερα τον ρωτούν αν θέλει να του δέσουν τα μάτια. Ο Πλουμπίδης δεν δέχεται. Κοιτάζει τον ουρανό που ροδίζει. Τον πη­γαίνουν στον τόπο της εκτέλεσης. Το απόσπασμα παρατάσσεται απέναντι του. Ο Πλουμπίδης φωνάζει με την αδύναμη από την αρρώστια φωνή του:

-  Ζήτω το ΚΚΕ. Και αμέσως ακούγονται το παράγγελμα και οι ομοβροντίες.