Την άλλη μέρα, υποβάλλουν και τυπικά τις παραιτήσεις τους οι υπουργοί Συντονισμού Θ.Καψάλης, Οικονομικών Κ.Παπαγιάννης και ο υφυπουργός Αποκαταστάσεως Σεισμοπλήκτων Νήσων Γ.Ρωμανός. Επίσης, καταθέτουν δηλώσεις ότι αποχωρούν από τον Συναγερμό και ανεξαρτητοποιούνται ο Σπύρος Μαρκεζίνης, οι μαρκεζινικοί πρώην υπουργοί και αρκετοί βουλευτές (Βοβολίνης, Βούλτσος, Πετραλιάς, Πλαγιάννης, Καραθόδωρος, Μπακόλας, Δανιηλίδης, Σκούρα κ.λ.π.).
Στηv πραγματικότητα έχει ανασυγκροτηθεί το κόμμα του Σπ.Μαρκεζίνη, που κατηγορεί τον Συναγερμό ότι «περιήλθε πλέον υπό την επιρροήν των εν αυτώ παλαιοκομματικών δυνάμεων, απομακρυνόμενος της λαϊκής ψήφου της 16ης Νοεμβρίου 1952» (Λυκουρέζος).
Απαντώντας στις ανακοινώσεις του Μαρκεζίνη, οι Παπάγος, Π.Κανελλόπουλος, Στ.Στεφανόπουλος και Εμ.Τσουδερός, σε κοινή δήλωση τους, διαβεβαιώνουν ότι ο πρώην υπουργός Συντονισμού έχει κάνει λόγο για προσφορές των δύο γερμανικών εταιρειών, αλλά δεν έχει πει στην κυβέρνηση τίποτε για τις επιστολές που αντάλλαξε με τον Έρχαρτ:
«Άρα – καταλήγουν -, την ύπαρξιν των ανταλλαγεισών επιστολών επιμελώς απέκρυψε και από τον πρωθυπουργόν και από το συντονιστικόν συμβούλιον, και από την Βουλήν». (Εφημερίδες, 14 Νοεμβρίου 1954.)
Η κατηγορία εναντίον του πρώην υπουργού Συντονισμού είναι πολύ σοβαρή. Ο αρχηγός των Φιλελευθέρων Γ.Παπανδρέου μιλά για «πολιτικήν και ηθικήν κρίσιν» στον Συναγερμό. Και η ΕΔΑ επισημαίνει ότι οι διαμάχες στο κυβερνητικό στρατόπεδο αφορούν εκχωρήσεις στο ξένο κεφάλαιο. Και συμπεραίνει:
«Έτσι, το ζήτημα παίρνει την μορφήν ανταγωνισμού μεταξύ γερμανικού και αμερικανικού κεφαλαίου διά την κατάκτησιν της ελληνικής αγοράς». (Η Αυγή, 12 και 14 Νοεμβρίου 1954.)
Αλλά τι έχει ακριβώς συμβεί;
Λίγο προτού φύγει για το ταξίδι του στην Ισπανία, ο Παπάγος, που πραγματικά δεν ήξερε τίποτα για τις επιστολές (εξάλλου, δεν συνήθιζε να μελετάει τους φακέλους κανενός θέματος) πήρε φωτοτυπημένα αντίγραφα τους. Του τα έστειλε κάποιος που είχε συμφέρον να δοθούν οι παραγγελίες στις δύο γερμανικές εταιρείες. Η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Παπάγος θεώρησαν τότε πως οι επιστολές δεν τους δέσμευαν. Γι'αυτό και αποφάσισαν να προκηρυχθεί διεθνής διαγωνισμός για να αναδιοργανωθεί η ελληνική ραδιοφωνία και να επεκταθεί το δίκτυο τηλεπικοινωνιών.
Αιφνιδιαστικά όμως και ενώ η κυβέρνηση ετοιμαζόταν για συνομιλίες με τον Έρχαρτ, που θα έφτανε στην Αθήνα ύστερα από λίγες μέρες, στις 9 Νοεμβρίου, επισκέφθηκε τον υπουργό Εξωτερικών Στ.Στεφανόπουλο ο πρεσβευτής της Δ.Γερμανίας Κορτ και ζήτησε να τηρηθούν από την ελληνική πλευρά οι «υποχρεώσεις» που είχε αναλάβει ο πρώην υπουργός Συντονισμού απέναντι στους οίκους Ζήμενς και Τελεφούνκεν. 0 Στεφανόπουλος παρακάλεσε τον Κορτ, επειδή το ζήτημα ήταν σοβαρό, να υπόβαλει έγγραφη διακοίνωση. Την άλλη μέρα, ο Γερμανός πρεσβευτής έστειλε στο Υπουργείο Εξωτερικών την έγγραφη διακοίνωση με αντίγραφα των επιστολών Έρχαρτ - Μαρκεζίνη. Ο Στεφανόπουλος ενημέρωσε αμέσως τον Παπάγο, που, αφού συζήτησε με τους υπουργούς Εξωτερικών και Συντονισμού, αποφάσισε να θεωρήσει τις επιστολές δεσμευτικές, διέταξε να ανασταλούν οι διεθνείς διαγωνισμοί και, το ίδιο βράδυ, έκανε τις ανακοινώσεις που αναφέραμε και που προκάλεσαν την αποχώρηση του Μαρκεζίνη και των μαρκεζινικών υπουργών και βουλευτών από τον Συναγερμό.
Σε όλη αυτή την υπόθεση χαρακτηριστικό είναι το έντονο ενδιαφέρον της Βόννης να εξασφαλίσει τα συμφέροντα των δύο μεγάλων γερμανικών εταιρειών. Στις 15 Νοεμβρίου, φτάνει στην Αθήνα ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας της Δ.Γερμανίας Έρχαρτ, που τον συνοδεύουν πολυμελής αντιπροσωπεία από ανώτερους υπαλλήλους του υπουργείου του, τεχνικοί σύμβουλοι κ.λ.π. Στη συνέντευξη που δίνει μόλις φτάνει στην Αθήνα, ύστερα από τις τυπικές διακηρύξεις για κοινές πολιτιστικές παραδόσεις των δύο χωρών και διαβεβαιώσεις ότι η Δ.Γερμανία θέλει να βοηθήσει στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, ο Έρχαρτ δηλώνει ότι θεωρεί δεσμευτικές τις επιστολές που αντάλλαξε με τον Μαρκεζίνη:
«Δεν ήλθον ενταύθα - είπε ο Γερμανός υπουργός - διά να ερμηνεύσω μίαν συμφωνίαν, διότι δεν τίθεται ζήτημα ερμηνείας, δεδομένου ότι είναι πλήρως εκκαθαρισμένη η νομική της φρασεολογία. Δεν υφίσταται εξάλλου ζήτημα και διά τον λόγον ότι ο στρατάρχης Παπάγος, κατά τρόπον άξιον εκτιμήσεως, ανεγνώρισε την ύπαρξιν υποχρεώσεων έκ των ανταλλαγεισών επιστολών (...). Δεν διεξηγάγομεν συνομιλίας μετά του κ.Μαρκεζίνη ως ιδιώτου, αλλά ως μέλους της κυβερνήσεως του. Οποιαδήποτε ερμηνεία και αν δοθή υποκειμενικούς, είναι γεγονός ότι όταν λέγη τις ότι θα καταβάλη φροντίδα, εννοεί ότι δεσμεύεται».
Η γερμανική αντιπροσωπεία επιμένει ιδιαίτερα ότι έχει δεσμευτικό χαρακτήρα η επιστολή Μαρκεζίνη σχετικά με τη Ζήμενς και δέχεται να αποδεσμεύσει την ελληνική κυβέρνηση από κάθε υποχρέωση απέναντι στην Τελεφούνκεν. Τελικά, σε επιστολές που ανταλλάσσουν ο Έρχαρτ και ο Έλληνας υπουργός συντονισμού Π.Παπαληγούρας (έχει αντικαταστήσει τον Θ.Καψάλη που παραιτήθηκε), αναγνωρίζεται από την ελληνική πλευρά δεσμευτικός χαρακτήρας, κατά το διεθνές δίκαιο, στη γραπτή υπόσχεση του Μαρκεζίνη, αλλά ο Δυτικογερμανός υπουργός, από μέρους της Βόννης, απαλλάσσει την ελληνική κυβέρνηση από Κάθε υποχρέωση, για διάφορους λόγους, αλλά και «εκ των φιλιών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών μας». (Εφημερίδες, 20 Νοεμβρίου 1954.)
Τα κύρια σημεία της νέας ελληνογερμανικής συμφωνίας που υπογράφουν οι Παπαληγούρας και Έρχαρτ προβλέπουν:
Μεικτή ομάδα πραγματογνωμόνων θα εκπονήσει σχέδιο για να απορροφηθούν οι γερμανικές πιστώσεις των 200 εκατομμυρίων μάρκων. (Δεν έχουν ακόμα αξιοποιηθεί, από έλλειψη προγραμματισμού.) Παρατείνεται η προθεσμία για να χρησιμοποιηθούν οι πιστώσεις για την Πτολεμαΐδα ως τις 31 Μαρτίου 1955. Θα εξασφαλιστεί η εξαγωγή ελληνικών καπνών και ξηρών καρπών στη Δ.Γερμανία, θα αρχίσουν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τη Ζήμενς για την προμήθεια στην Ελλάδα τηλεφωνικού υλικού και τεχνικών συμβουλών, με την προϋπόθεση ότι οι προσφορές της γερμανικής εταιρείας θα είναι μέσα στο πλαίσιο των διεθνών τιμών. Η ελληνική κυβέρνηση αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποδώσει τις γερμανικές περιουσίες που έχουν κατασχεθεί στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο.
Στις 16 Νοεμβρίου, κάνει την εμφάνιση της στη Βουλή, για πρώτη φορά, η κοινοβουλευτική ομάδα Μαρκεζίνη, που έχει αποσχιστεί από τον Συναγερμό. Με επικεφαλής τον αρχηγό της πιάνει θέσεις στο κέντρο της αίθουσας. Η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη. Η αντιπολίτευση, με ανεβασμένα τα χαρτιά και τη μαχητικότητα, ύστερα και από τη σύγχυση που έχει δημιουργηθεί στο κυβερνητικό στρατόπεδο, είναι έτοιμη για επίθεση. Ο Γ.Παπανδρέου, με τη βαριά και επιβλητική φωνή του, ρίχνει τον πρώτο κεραυνό:
«...η υπόθεσις των ελληνογερμανικών οικονομικών συμφωνιών – λέει - έχει προκαλέσει πολιτικόν σάλον και φρονούμεν ότι είναι πρέπον να απασχόληση και την Βουλήν».
Και ζητά οι τυχόν νέες συμφωνίες με τον Έρχαρτ να μη γίνουν οριστικές αν δεν συζητηθούν πριν από τη Βουλή. Στο ίδιο πνεύμα μιλά και ο Σάββας Παπαπολίτης της ΕΠΕΚ. Ο Π.Κανελλόπουλος απαντά ότι η κυβέρνηση θα φέρει στη Βουλή για έγκριση τις συμφωνίες μόνο «καθ'ο μέτρον θα έχουν, βάσει του Συντάγματος, ανάγκην επικυρώσεως...». Ο Παπανδρέου απαντά ότι «στοιχειώδης ευθιξία» επέβαλλε στην κυβέρνηση να φέρει στη Βουλή το σύνολο των συμφωνιών και προειδοποιεί ότι το Κόμμα των Φιλελευθέρων θα κάνει πρόταση δυσπιστίας. Και ο Μαρκεζίνης συμφωνεί ότι θα πρέπει γρήγορα να συζητηθεί όλο το θέμα των ελληνογερμανικών συμφωνιών.
Η συζήτηση στη Βουλή αρχίζει στις 24 Νοεμβρίου, αφού, δηλαδή, έχουν τελειώσει οι συνομιλίες με τον Έρχαρτ. Τη βραδιά αυτή, πλήθος κόσμου κατακλύζει τον χώρο έξω από τα Παλαιά Ανάκτορα με την ελπίδα να εξασφαλίσει καθένας μια θέση για να παρακολουθήσει τη συζήτηση, που προμηνύεται πως θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Η αστυνομία έχει πάρει έξω από τη Βουλή έκτακτα μέτρα. Μέσα, τα θεωρεία είναι κατάμεστα. Και στους διαδρόμους επικρατεί τέτοιος συνωστισμός που και βουλευτές δυσκολεύονται να μπουν στην αίθουσα. Οι αντίπαλοι του Μαρκεζίνη στον Συναγερμό πιστεύουν πως έχει έρθει η μέρα για να καταφέρουν εναντίον του πρώην «εξ απορρήτων» του Παπάγου αποφασιστικά πλήγματα. Και ο ίδιος ο στρατάρχης και πρωθυπουργός «πνέει μένεα» κατά του παλαιού φίλου και συμβούλου του.
Ο Παπάγος ανοίγει τη συζήτηση στη Βουλή με τη δήλωση ότι «πρόκειται περί σοβαρού πολιτικού και ηθικού θέματος». Λίγες μέρες προτού φύγει για την Ισπανία – αφηγείται -, τον επισκέφθηκε ο υπουργός Εργασίας Γονής και του είπε:
- Πληροφορούμαι ότι θα γίνει διεθνής διαγωνισμός για την προμήθειαν τηλεφωνικού και ραδιοφωνικού υλικού. Αυτό όμως είναι αντίθετο με τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει ο Μαρκεζίνης. Θα χάσουμε τις γερμανικές πιστώσεις.
Ο Παπάγος απαντά:
- Ναι, θα γίνει διαγωνισμός. Δεν ξέρω τίποτα για δεσμεύσεις. Είναι φήμες των τριόδων.
- Στρατάρχα, ο αντιπρόσωπος της Ζήμενς και Τελεφούνκεν, Βουλπιώτης, μπορεί να σας προσκομίσει αποδείξεις, βεβαιώνει ο Γονής.
Ο Παπάγος δέχτηκε τον Βουλπιώτη μπροστά και στον τότε υπουργό Συντονισμού Θ.Καψάλη. Ο αντιπρόσωπος των δύο γερμανικών εταιρειών τούς έδειξε το κείμενο της επιστολής Μαρκεζίνη. Ο Καψάλης έμεινε έκπληκτος: «Στρατάρχα», είπε, «αφήστε με να δω τον κ.Μαρκεζίνη».
Όπως αποδείχτηκε, το κείμενο της επιστολής που τους είχε παρουσιάσει ο Βουλπιώτης ήταν το αρχικό, που δέσμευε ρητά την Ελληνική κυβέρνηση και που δεν είχε δεχτεί να το υπογράψει ο Μαρκεζίνης. Ο Καψάλης πήγε στον πρωθυπουργό το διορθωμένο κείμενο. Ύστερα από λίγες μέρες, ο Βουλπιώτης έστειλε στον Πρωθυπουργό επιστολή, στην οποία ανέφερε ότι ο υπουργός του Συντονισμού τον κάλεσε και του έκανε παρατηρήσεις ότι δεν έπρεπε να εκθέτει τον Μαρκεζίνη. Και του πρότεινε να συνεννοηθεί με τους υπουργούς Προεδρίας Γ.Ράλλη και Συγκοινωνιών Στ.Κούνδουρο για να εισηγηθούν στην κυβέρνηση τις προτάσεις των δύο γερμανικών εταιρειών. Ο Βουλπιώτης ισχυριζόταν επίσης ότι τον είχε παρακαλέσει ο Μαρκεζίνης να πείσει τους Γερμανούς να μην κάνουν λόγο για την επιστολή που του υποσχέθηκε ότι, όταν αυτός θα ερχόταν στην εξουσία, θα τακτοποιούσε όλα τα σχετικά ζητήματα
- Ο κ.Καψάλης - είπε ο Παπάγος - μου ζήτησε να του παραδώσω την επιστολήν. Την πρώτη επιστολή Βουλπιώτη την παρέλαβε ο γενικός διευθυντής του πολιτικού γραφείου του πρωθυπουργού, στρατηγός Αλέστας, και την έστειλε στον Παπάγο στο πλοίο, τη στιγμή που ο στρατάρχης έφευγε για την Ισπανία.
Πριν από λίγες μέρες - συνεχίζει ο Παπάγος - έλαβα και δεύτερη επιστολή Βουλπιώτη, που ισχυρίζεται ότι ο Μαρκεζίνης τον έστειλε, το 1953, στη Γερμανία για να καλλιεργήσει σχέσεις με κυβερνητικούς και οικονομικούς παράγοντες και να προετοιμάσει το έδαφος για να δοθούν γερμανικές πιστώσεις στην Ελλάδα.
Αργότερα, οι Μαρκεζίνης και Καψάλης - λέει ο πρωθυπουργός - ζήτησαν από τον Βουλπιώτη να τους καλύψει στο θέμα των επιστολών. Ο Παπάγος καταλήγει με την εξιστόρηση των διαβημάτων του Δυτικογερμανού πρεσβευτή και των σχετικών με την παραίτηση του Καψάλη.
Ύστερα από τον στρατάρχη ανεβαίνει στο βήμα ο Σπύρο Μαρκεζίνης. Στη Βουλή επικρατεί απόλυτη σιωπή. Όλοι περιμένουν να ακούσουν τον άλλοτε παντοδύναμο επιτελή του Συναγερμού που θα απαντήσει τώρα στις εναντίον του βαρύτατες κατηγορίες του ίδιου του κόμματος του οποίου ήταν ο κύριος δημιουργός. Ο Μαρκεζίνης, χειμαρρώδης όπως πάντα, αρχίζει μι επίθεση κατά του Βουλπιώτη, που τον κατηγορεί ότι λέει ψέμματα: Ποτέ δεν τον έχει στείλει στη Γερμανία για μεσολαβητή. Εκθέτει έπειτα πώς, κατά το ταξίδι του στη Δ.Γερμανία, πέτυχε να εγκαταλείψουν οι Δυτικογερμανοί την αξίωση να ελέγχουν τα έργα που θα γίνονταν στην Ελλάδα και να αυξήσουν τις πίστωσεις τους προς τη χώρα μας από 100 σε 200 εκατομμύρια δολάρια. Παρόλο που υπήρχε κίνδυνος να ματαιωθούν οι συμφωνίες - συνεχίζει ο πρώην υπουργός του Συντονισμού - αρνήθηκε να υπογράψει το πρώτο κείμενο της επιστολής που του παρουσίασαν οι Γερμανοί και ζήτησε από τον Έρχαρτ να αλλάξει τη διατύπωση. Κράτησε το πρωτότυπο με τις διορθώσεις και τις διαγραφές στα μέλη των δύο αντιπροσωπειών μοιράστηκαν πολυγραφημένα αντίγραφα. Πώς λοιπόν - ρωτά ο Μαρκεζίνης - ήταν δυνατόν να έμειναν κρυφές οι επιστολές:
Αφού αναπτύσσει για ποιους λόγους δεν δεσμεύεται, κατά γνώμη του, η κυβέρνηση από τις επιστολές να δεχτεί τις προσφορές της Ζήμενς, αλλά μόνο αυτός ως υπουργός ανέλαβε την υποχρέωση να εισηγηθεί, κατηγορεί τη δυτικογερμανική πρεσβεία ότι έδωσε στον Βουλπιώτη πλαστό κείμενο. Υποστηρίζει έχει ενημερώσει το συντονιστικό συμβούλιο για τις συμφωνίες, ρωτά γιατί ο Παπάγος προχώρησε στις ανακοινώσεις του χωρίς να τον καλέσει προηγούμενα να του ζητήσει εξηγήσεις για τις «δεσμεύσεις», και καταλήγει:
«Τι σημαίνουν όλα αυτά, κ.βουλευταί; Ότι όπισθεν του διαφανούς τεχνάσματος της δεσμεύσεως, της αποδεσμεύσεως και της εκ νέου δεσμεύσεως, μία η πραγματικότης: Να απαλλαγώμεν του Μαρκεζίνη αφού τον δυσφημήσωμεν και ολίγον...».
Ο υπουργός Εξωτερικών Στ.Στεφανόπουλος, που μιλά κατόπιν, αφού αφηγείται τα σχετικά με τα διαβήματα του Δυτικογερμανού πρεσβευτή, που υποστήριζε ότι, και με τη νέα διατύπωση των επιστολών, η ελληνική κυβέρνηση ήταν δεσμευμένη να δρχτεί τις προσφορές της Ζήμενς, κατηγορεί τον Μαρκεζίνη ότι έδειξε σπουδή και προχειρότητα, και προσπάθησε να δημιουργήσει εντυπώσεις, υπογράφοντας ό,τι του έδιναν.
Ο Καψάλης κατηγορεί την κυβέρνηση ότι έλεγε στους Δυτικογερμανούς να επιμένουν ότι έχει δεσμευτεί με τις επιστολές για να πληγεί ο Μαρκεζίνης.