Διαμάχη Ρέντη - οικογένειας Μπάτση
Την ίδια μέρα που γίνονται οι εκτελέσεις, η γυναίκα του Μπάτση στέλνει στις εφημερίδες την ακόλουθη επιστολή, αποκαλυπτική για τις μεθόδους του «αντικομμουνιστικού κράτους»:
«Κύριε Διευθυντά,
Νομίζω ότι η κοινή γνώμη πρέπει να πληροφορηθή κατά ποίον τρόπον ο σύζυγος μου έφθασεν εις το απόσπασμα, εξαπατηθείς από όλους. Μετά την σύλληψίν του και πολύ προ της ανακαλύψεως των ασυρμάτων, συνήντησα τον κ.Ρέντην. Μου είπεν ότι οι κομμουνισταί επήραν στον λαιμό τους τον άνδρα μου, τον επρόδωσαν και τον εξηπάτησαν. Μερικές ημέρες αργότερον ανεκαλύφθησαν οι ασύρματοι. Είδον ξανά τον κ.Ρέντην, ο οποίος μου είπεν ότι εις τα σήματα αναφέρεται ονομαστικώς ο σύζυγος μου, ενώ οι άλλοι ανεφέροντο με αριθμούς και ότι είναι φανερόν πως οι κομμουνισταί επεδίωκον να τον εξοντώσουν. Εάν δε ο σύζυγος μου κατέθετε όσα εγνώριζε, εκείνος μου έδιδε την ρητήν υπόσχεσιν ότι θα τον έσωζε, δεδομένου ότι και ο ίδιος επίστευε πως ο άνδρας μου ήταν ένας παρασυρθείς ιδεολόγος.
Εζήτησα να μου επιτρέψουν να επικοινωνήσω μαζί του, αλλά δεν κατέστη δυνατόν. Τότε, έδωσα εις τον κ.Ρέντην μίαν επιστολήν προς τον άντρα μου, όπου τον εκλιπαρούσα να καταθέση όσα εγνώριζε και τον πληροφορούσα διά την διαβεβαίωσιν του κ.Ρέντη. Ο σύζυγος μου κατέθεσεν ό,τι εγνώριζε. Μίαν ημέραν των αρχών Ιανουαρίου, μετά το πέρας της προανακρίσεως, είδα τον άνδρα μου εις το γραφείον του κ.Πανοπούλου και επί παρουσία του κ.Ρέντη διά πρώτην φοράν από της συλλήψεώς του. Εις την συνάντησιν αυτήν μου είπε, παρουσία των δύο ανωτέρω, ότι είπεν όλην την αλήθειαν, ο ίδιος δε ο κ.Πανόπουλος το επεβεβαίωσεν. Απόδειξις του πόσον εφαίνοντο πιστεύοντες εις την ειλικρίνειαν του συζύγου μου είναι ότι ο κ.Πανόπουλος γενομένης συζητήσεως (...) είπεν ότι αυτός ο ίδιος θα έδιδε συμβουλάς εις τον συνήγορον διά τον τρόπον με τον οποίον έπρεπε να γίνη η υπεράσπισις. Επί παρουσία του κ.υπουργού ο κ.Πανόπουλος είπεν ότι η μετάνοιά του ήταν ειλικρινής και ότι εβοήθησε την ανάκρισιν. Ακόμα και μετά την εις θάνατον καταδίκην, ο κ.Ρέντης με διεβεβαίωσεν ότι είχε αναλάβει ρητην υποχρέωσιν απέναντι του συζύγου μου και ότι αυτός έσωσε τον φονέα του υπουργού Λαδά και τον περίφημον Μπέρμαν, μόνον και μόνον διότι εβοήθησαν την ανάκρισιν θα έσωζε οπωσδήποτε τον σύζυγόν μου.
Κύριε Διευθυντά, ο σύζυγος μου είναι πλέον νεκρός, αλλά ήθελα οι αναγνώστες σας να πληροφορηθούν πώς επίσημοι εκπρόσωποι του κράτους έπαιξαν με την αγωνίαν ενός ανθρώπου».
Κάτω από το γράμμα της Λίλιαν Μπάτση έγραφε ο πατέρας του:
«Προσυπογράφων, κ.Διευθυντά, τα όσα ανωτέρω η νύφη μου εκθέτει, προσθέτω ότι μετά την υπό ενός ψήφου απόρριψιν αιτήσεως χάριτος του υιού μου από το Συμβούλιον Χαρίτων, ανέμενον ότι η ανέκαθεν αφοσίωσίς μου προς τους βασιλείς, δι'ους και μόνον εξωρίσθην και εφυλακίσθην, και οι πολυετείς υπηρεσίαι μου προς το έθνος θα συνετέλουν ώστε το πλήγμα που υπέστην μετά την σύλληψιν και καταδίκην του υιού μου να μη συνεπληρούτο με την θανατικήν εκτέλεσίν του. Α.Μπάτσης, αντιναύαρχος ε.α.». (Εφημερίδες, 31 Μαρτίου και 1ης Απριλίου 1952.)
Η επιστολή της Λίλιαν Μπάτση προκαλεί εντύπωση. Τι έχει λοιπόν συμβεί; Ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί και υπουργοί εξαπατούν μια οικογένεια, παίζοντας με το κεφάλι ενός ανθρώπου, ενός νέου επιστήμονα; Αυτά και άλλα ερωτήματα θέτουν οι εφημερίδες. Και οι συνήγοροι του ρωτούν γιατί καταδικάστηκε σε θάνατο ο Μπάτσης, αφού δεν αποδείχτηκε καμιά σχέση του με κατασκοπία, ούτε, τουλάχιστον άμεση, με τους ασυρμάτους.
Την απάντηση στη Λίλιαν Μπάτση δίνει ο I.Πανόπουλος. Σε έγγραφη δήλωση του, αναφέρει ότι «κατά μίαν περίοδον εσχηματίσθη η εντύπωσις ότι ο κατηγορούμενος Μπάτσης υπήρξεν ειλικρινής και ανεκοινώθη τούτο εις την σύζυγόν του (...). Βραδύτερον όμως διεπιστώθη εξ εγγράφων στοιχείων ότι η εντύπωσις αύτη ήτο εσφαλμένη, ανεκοινώθη δε τούτο εις τον κατηγορούμενον Μπάτσην τόσον υπ'εμού όσον και υπό των αστυνομικών διευθυντών κ.κ.Λιαρομμάτη και Ρακιντζή». Και η δήλωση Πανόπουλου καταλήγει με την πληροφορία ότι, λίγες ώρες πριν από την εκτέλεσή του, επισκέφτηκαν τον Μπάτση στις φυλακές και του ζήτησαν να κάμει νέες αποκαλύψεις:
«Επειδή ετελούσαμε με την πεποίθησιν - γράφει ο Πανόπουλος - ότι ο κατηγορούμενος αποκρύπτει ουσιώδη περιστατικά, επεσκέφθην τούτον εις τα φυλακάς Καλλιθέας την μεσημβρίαν του παρελθόντος Σαββάτου, συνοδευόμενος υπό του αστυνομικού διευθυντού Ρακιντζή, παρουσία του οποίου παρώτρυνα τον κατηγορούμενον να συμπληρώση τας αποκαλύψεις του. Ο κατηγορούμενος, έχων ίσως την εντύπωσιν ότι δεν θα εξετελείτο, εδήλωσεν ότι δεν έχει άλλο τι να προσθέση, ενώ μίαν ώραν προ της εκτελέσεως, βεβαιωθείς ότι θα εξετελείτο, επεζήτησεν επιμόνως να επικοινωνήση μετ'εμού. Η επικοινωνία αύτη, λόγω απουσίας μου, δεν επραγματοποιήθη».
Απαντώντας στις δηλώσεις αυτές του Πανόπουλου και σε ανακοίνωση με παρόμοιο περιεχόμενο του Υπουργείου Εσωτερικών, η Λίλιαν Μπάτση, με νεότερη επιστολή της, υποστηρίζει ότι ο Ρέντης:
«Ως υπουργός των Εσωτερικών και προϊστάμενος κατά συνέπειαν των αστυνομικών Αρχών, ανέλαβε την ρητήν υποχρέωσιν απέναντι μου να σώση τον σύζυγόν μου, έναντι τιμήματος βαρυτάτου. Εμείς όμως είμεθα συνεπείς απέναντι του. Πληρώσαμε με την ανθρώπινη αξιοπρέπειά μας. Αυτό το τίμημα εζητήθη».
Την επιστολή αυτή της γυναίκας του Μπάτση εκμεταλλεύεται ο Τύπος της Δεξιάς, που, για αρκετές μέρες, αξιώνει από την κυβέρνηση και προσωπικά από τον Ρέντη να αποκαλύψουν ποιο ήταν το «βαρύτατο τίμημα» που «επληρώθη» από την οικογένεια Μπάτση. (Ακρόπολις, Καθημερινή. Έθνος, Εστία, 2, 3, 4, 5 Απριλίου.) Τέλος, η ίδια η Λίλιαν Μπάτση διευκρινίζει ότι εννοούσε τη «δήλωση μετανοίας» του συζύγου της.