«Υπό το φως των προβολέων»
Αργά, μετά τα μεσάνυχτα του Σαββάτου 29 προς Κυριακή 30 Μαρτίου 1952, παρατηρούνται έκτακτα αστυνομικά μέτρα στην Αθήνα. Κατά τις 2 τη νύχτα, η αστυνομία αποκλείει ολόκληρη την περιοχή της Καλλιθέας, όπου βρίσκονται οι φυλακές, και απαγορεύει να πλησιάσει οποιοσδήποτε. Στις 2.55 φτάνει στις φυλακές ο β.επίτροπος, συνταγματάρχης Κ.Αθανασούλης. Δεκαπέντε τζιπ και δύο φορτηγά του στρατού με αξιωματικούς της ΑΣΔΑΝ και της ΕΣΑ, στρατιώτες, αστυνομικούς και χωροφύλακες, βρίσκονται ήδη εκεί. Ο β.επίτροπος δίνει τη διαταγή για τις εκτελέσεις στον διευθυντή των φυλακών Προεστόπουλο και διατάζει τον υπαρχιφύλακα να ξυπνήσει τους μελλοθάνατους. Ο Μπελογιάννης καταλαβαίνει αμέσως τι συμβαίνει, ντύνεται αστραπιαία και ζητά ν'ανοίξουν το κελί της γυναίκας του Έλλης Ιωαννίδου για να την αποχαιρετήσει. Του το αρνούνται. Αποχαιρετιώνται για πάντα από τα κάγκελα.
Ξυπνούν κι οι άλλοι μελλοθάνατοι. Ο Μπάτσης διατηρεί την ψυχραιμία του. Ζητά και του αγοράζουν τσιγάρα και κόλλες χαρτί. Γράφει κάτι και το παραδίνει στον φύλακα.
- Είναι οι τελευταίες μου θελήσεις, λέει.
Ο Καλούμενος ρωτά τον υπαρχιφύλακα:
- Τι τρέχει;
- Θα σας πάνε σε άλλες φυλακές, απαντά εκείνος.
Καθώς προχωρούν στον διάδρομο, ρωτά τον Μπελογιάννη:
- Μας πάνε για εκτέλεση;
- Μας πάνε για καθαρό αέρα, σχολιάζει εκείνος, σαν να μονολογεί.
Στο γραφείο της διευθύνσεως τους περιμένουν ο β.επίτροπος και ο διευθυντής των φυλακών. Λίγο παραπέρα, στην αίθουσα των δικηγόρων τούς περιμένει ο στρατιωτικός ιερέας, ο αρχιμανδρίτης Ρεβίθης. Οι τρεις δέχονται να κοινωνήσουν. 0 Μπελογιάννης όχι. Ο αρχιμανδρίτης θ'αφηγηθεί αργότερα:
«Προχώρησε προς εμέ με σταθερόν το βήμα και εγώ προς αυτόν (...). Δεν με άφησε να τελειώσω και μου λέγει με ήπιον και ευγενή τρόπον: "Πάτερ, σας παρακαλώ να σεβασθήτε αυτήν την στιγμή. Τι τα θέλετε αυτά; Τι να μου πήτε και τι να σας πω;" Σας παρακαλώ, αφήστε με». Προσπάθησα να ασκήσω όλη την πνευματικήν μου επιρροήν. Μου επανέλαβε και πάλιν: "Σας παρακαλώ, σεβαστήτε αυτή τη στιγμή. Πηγαίνω για εκτέλεση". Δεν ηδυνάμην να επιμείνω. Με χαιρέτησε υποκλιθείς και εξήλθε».
Ο Μπάτσης ζητά την τελευταία στιγμή να τον φέρουν σε επαφή με τον I.Πανόπουλο, τον διευθυντή της αστυνομίας στο Υπουργείο Εσωτερικών. Σε λίγο όμως του απαντούν ότι δεν είναι δυνατόν να τον βρουν. Του το επιβεβαιώνει ο επίτροπος. Ο Πανόπουλος λείπει πραγματικά. Έχει πάει στην εξοχή, στο Μεγάλο Πεύκο. Αυτή η απουσία, τις ώρες που θα γίνει η εκτέλεση τεσσάρων πολιτικών καταδίκων, θα γεννήσει αργότερα ορισμένα ερωτηματικά. Τώρα όμως δεν γίνεται τίποτε. Ο Μπάτσης βαδίζει προς τον θάνατο μαζί με τους άλλους τρεις συντρόφους του.
Στις 3.25, αφού τους περνούν και χειροπέδες, οι τέσσερις μελλοθάνατοι ανεβαίνουν στο υπ'αριθ. 99 αυτοκίνητο - κλούβα της χωροφυλακής. Λίγο πριν ανέβει στο αυτοκίνητο, ο Μπελογιάννης στρέφεται προς τα κελιά και φωνάζει «Γεια χαρά» σ'εκείνους που θα ζήσουν. Η φάλαγγα των αυτοκινήτων ξεκινά. Πίσω από την κλούβα ακολουθούν τα αυτοκίνητα με το εκτελεστικό απόσπασμα της ΕΣΑ, τον επίτροπο, τους αξιωματικούς, τους στρατιώτες, τους αστυνομικούς και τους χωροφύλακες.
Η μακάβρια πομπή ακολουθεί τη διαδρομή Λ.Συγγρού – Στάδιο – Ρηγίλλης - Λ.Β.Σοφίας - Μεσογείων. Στις 3.48 φτάνουν στο Γουδί. Στις 4 ακριβώς οι μελλοθάνατοι κατεβαίνουν από την κλούβα. Ο γνωστός τόπος των εκτελέσεων φωτίζεται από τους προβολείς. Οι πολιτικοί κρατούμενοι των φυλακών «Σωτηρίας» έχουν ξυπνήσει και φωνάζουν ρυθμικά: «Όχι άλλο αίμα». Οι τέσσερις μελλοθάνατοι παίρνουν τις θέσεις τους. Είναι ακόμα βαθύ σκοτάδι και δεν πρόκειται να ξαναδούν το φως της μέρας. Ο επίτροπος τους διαβάζει την καταδικαστική απόφαση και τους κάνει επίσημα γνωστό πως απορρίφτηκαν οι αιτήσεις τους για χάρη. Τους ρωτά αν έχουν τίποτε να πουν. Απαντούν και οι τέσσερις αρνητικά. Ο β.επίτροπος απομακρύνεται κι οι τέσσερις μένουν αντιμέτωποι με το εκτελεστικό απόσπασμα. Στις 4.12 ακούγεται το παράγγελμα «Πυρ» κι αμέσως η ομοβροντία. Τα τέσσερα κορμιά σωριάζονται. Σε λίγο ακούγονται δώδεκα βολές περιστρόφου. Είναι οι χαριστικές. Η αυλαία του δράματος έχει κλείσει. Το μίσος, τα εμφύλια πάθη, η ψυχρή σκοπιμότητα, ο φόβος, η επιδίωξη της Άκρας Δεξιάς, του ΙΔΕΑ, των Αμερικανών, των Ανακτόρων να μην πραγματοποιηθεί η συμφιλίωση των Ελλήνων έχουν, πρόσκαιρα, νικήσει.
Τα πτώματα μένουν εκεί ως τις 6.45 το πρωί, φρουρούμενα από στρατιωτική δύναμη. Την ώρα εκείνη τα παραλαβαίνει το υπ'αριθ. 111 αυτοκίνητο του Δήμου. Τα θάβουν στο Γ Νεκροταφείο, χωρίς να επιτρέψουν στους δικούς τους ούτε τον «τελευταίο ασπασμό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου