Από το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου αρχίζει το ιστόρημα που ακολουθεί. Είναι φανερό πως, στην Ελλάδα, όχι μόνο στα πρώτα – ύστερα από το 1949 χρόνια - αλλά και για δεκαετίες ολόκληρες, θα βαραίνουν αποφασιστικά στις εξελίξεις τα γεγονότα του Πολέμου του 1940-41. της Κατοχής και του Εμφυλίου, με όλες τις όψεις τους και τις συνέπειές τους - τις πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές ανακατατάξεις που έφεραν, τους ηρωισμούς και τις αθλιότητες, το μεγαλείο και τις μικρότητες, τις εξάρσεις και τις πτοήσεις, τις καταστροφές και τα τραύματα που άφησαν στη χώρα και στο έθνος. Η πορεία που ακολούθησαν τελικά τα πράγματα επηρεάστηκε από πολλούς παράγοντες, διεθνείς και εσωτερικούς, και από ελληνικές ιδιομορφίες. Παρ' όλα αυτά, θα'ταν λάθος να παραδεχτούμε πως η πορεία αυτή ήταν αναπόφευκτη, ότι ένας εθνικός συμβιβασμός που θα απέτρεπε τον αιματηρό Εμφύλιο Πόλεμο, δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να υπάρξει. Μια τέτοια εκδοχή, στο όνομα κάποιου ιστορικού φαταλισμού, θα απάλλασσε από τις ευθύνες τους ηγέτες και των δύο παρατάξεων που συγκρούστηκαν στην περίοδο του 1944-49, και ιδιαίτερα εκείνους που έπαιξαν ενσυνείδητα το παιγνίδι των ξένων.
Οι καταστάσεις και οι συνθήκες στην Ελλάδα, εξαιτίας και της γεωγραφικής της θέσης, αλλά και της Δικτατορίας που είχε προηγηθεί, ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Αλλά οι συνθήκες - κοινωνικοοικονομικές. διεθνής συσχετισμός δυνάμεων, γεωγραφική θέση μιας χώρας κ.λ.π. - και οποιοιδήποτε νόμοι ή τάσεις στην κοινωνική εξέλιξη δεν δημιουργούν από μόνοι τους την Ιστορία. Παρεμβάλλεται η δράση των οργανωμένων ομάδων και των πολιτικών ηγετών που κάνουν τις επιλογές τους. Οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, ο διεθνής περίγυρος, η βαθμίδα στην εξέλιξη σε μια ορισμένη εποχή, η διάταξη των ταξικών δυνάμεων διαγράφουν τα πλαίσια των επιλογών, αλλά δεν τις προκαθορίζουν. Τα πλαίσια των επιλογών για τους πολιτικούς ηγέτες, τα κόμματα, τις οργανωμένες ομάδες, τους λαούς είναι πολύ πλατιά. Και οι αποφάσεις τους, με τις συνέπειες τους, δημιουργούν καταστάσεις που ενσωματώνονται τελικά στις αντικειμενικές συνθήκες κάθε εποχής και επιδρούν στην εξέλιξη για πολλές, συχνά, δεκαετίες.
Μέσα στους σκληρούς εμφύλιους αγώνες που άρχισαν στα τελευταία χρόνια της Κατοχής και κορυφώθηκαν το 1947-49, οι συντηρητικές δυνάμεις, με την ενίσχυση των Άγγλων και των Αμερικανών, που ενδιαφέρονταν κυρίως για τη στρατηγική αξία της χώρας μας, κατάφεραν συντριπτικά πλήγματα στην Αριστερά και στο ΕΑΜικό κίνημα που την ηγεσία του είχε το ΚΚΕ. Μερίδα του παλιού πολιτικού κόσμου, με την έμπνευση και της ιθύνουσας τάξης της χώρας μας, δεν δίστασε να ζητήσει και να καλύψει την ξένη ένοπλη επέμβαση ούτε να συσσωματώσει στον κορμό της «εθνικοφροσύνης» δοσίλογα στοιχεία, που υπηρέτησαν στην Κατοχή τους τρεις κατακτητές. Από την άλλη πλευρά, η ηγεσία του ΚΚΕ, που αποδείχτηκε ικανή να οργανώσει το ΕΑΜικό κίνημα και να εξασφαλίσει τον έλεγχο του, όταν, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια της Κατοχής, οι καταστάσεις άρχισαν να γίνονται πιο λεπτές και πολύπλοκες, στάθηκε ανίκανη να εκτιμήσει με νηφαλιότητα τους διεθνείς και εσωτερικούς συσχετισμούς των δυνάμεων και να χαράξει την κατάλληλη για κάθε στιγμή τακτική. Το ότι, πιθανότατα, αγνοούσε τις συμφωνίες Τσόρτσιλ - Στάλιν, που εκχωρούσαν την Ελλάδα στην αγγλοαμερικανική ζώνη επιρροής, δεν φτάνει για να εξηγήσει το γεγονός, ότι, παραπαίοντας ανάμεσα σε έναν άκρατο εξτρεμισμό και μια αδικαιολόγητη, καμιά φορά, υποχωρητικότητα, έπεσε σε όλες τις παγίδες που της έστησαν οι ξένοι - οι Άγγλοι και όπως ίσως αποδειχτεί με νεότερα στοιχεία από τότε και οι Αμερικανοί - και δεν οδήγησε το ΕΑΜικό κίνημα ούτε στη νίκη και στην εξουσία ούτε σε έναν εθνικό συμβιβασμό, που θα του επέτρεπε να κρατήσει αλώβητες τις δυνάμεις του για να παίξει πρωταρχικό ρόλο στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού αστικού καθεστώτος ύστερα από την Απελευθέρωση.
Ο Εμφύλιος Πόλεμος, εκτός από τις ανθρώπινες τραγωδίες και την οικονομική καταστροφή, οδήγησε και στην πόλωση ανάμεσα στη Δεξιά και στο ΚΚΕ. Οι ενδιάμεσες δυνάμεις καταστράφηκαν ή καταδικάστηκαν να παίζουν υπηρετικό ρόλο. Το Κέντρο, από τον φόβο μιας κομμουνιστικής δικτατορίας, που την ταύτιζε με σοβιετική κυριαρχία στη χώρα μας, έπεσε στην αγκαλιά αυτής της «εθνικής» συμμαχίας των πιο ανόμοιων στοιχείων, στην οποία κυριαρχούσε η Δεξιά μαζί και με το τμήμα της που είχε συνεργαστεί με τους κατακτητές.
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, θα εκφραστεί αμέσως, σε πρώτη ευκαιρία, η έντονη επιθυμία μεγάλης μερίδας του λαού για εθνική συμφιλίωση και αλλαγή. Η ΕΠΕΚ του Ν.Πλαστήρα κατά κύριο λόγο και η Δημοκρατική Παράταξη με επικεφαλής τους I.Σοφιανόπουλο, Αλέξανδρο Σβώλο κ.λ.π., έγιναν οι φορείς αυτών των αιτημάτων. Αλλά ο Εμφύλιος Πόλεμος, εκτός από τις άλλες καταστροφές που έφερε, οδήγησε και στη μεγαλύτερη εξάρτηση της χώρας μας, στην αρχή από τους Άγγλους και αργότερα από τους Αμερικανούς. Το έργο των ηγετών που είχαν τηρήσει ουδέτερη στάση στον Εμφύλιο Πόλεμο και είχαν αγωνιστεί για ένα συμβιβασμό ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Ούτε η Δεξιά, που ο «κομμουνιστικός κίνδυνος» είχε γίνει η νέα ιδεολογία της. αλλά ούτε και η ηγεσία του ΚΚΕ, που έδειχνε αδυναμία αναπροσαρμογής και επιμονή στη μονοπώληση του αριστερού και προοδευτικού κινήματος, άφηναν να κλείσουν τα χάσματα. Εξάλλου, οι Αμερικανοί, που, με το δόγμα Τρούμαν, τις στρατιωτικές και οικονομικές αποστολές και το Σχέδιο Μάρσαλ, είχαν εδραιώσει τη θέση τους στη χώρα μας και χρησιμοποιούσαν ως όργανά τους τα Ανάκτορα, μέρος του πολιτικού κόσμου και τους στρατιωτικούς τού ΙΔΕΑ, καθώς και η παλαιά και νέα οικονομική ολιγαρχία, επιδίωκαν να θεσμοποιήσουν και να μονιμοποιήσουν την εξάρτηση της Ελλάδας. Το ίδιο επιδίωκε και η Δυναστεία, που τη διακατείχε πάντα ο φόβος μιας εκθρόνισης. Έτσι. κυρίως οι Αμερικανοί, αφού για ένα μικρό διάστημα ευνόησαν να πάρουν την κυβέρνηση - όχι βέβαια και την αληθινή εξουσία - φιλελεύθερες δυνάμεις, που τους διευκόλυναν να δημιουργήσουν στο εξωτερικό την εικόνα μιας δημοκρατικής Ελλάδας, ιδιαίτερα ύστερα από τον πόλεμο της Κορέας, προχώρησαν στην υπονόμευση των κεντρώων κομμάτων και στην προπαρασκευή για την πλήρη επικράτηση μιας ανασυγκροτημένης Δεξιάς, που θα ενίσχυε, θεσμοποιούσε και θα μονιμοποιούσε το κράτος του άκρατου αντικομμουνισμού και της υποτέλειας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό το πέτυχαν, χάρη και στα λάθη των φιλελεύθερων και αριστερών κομμάτων, με την άνοδο στην εξουσία του παπαγικού Συναγερμού. Στην περίοδο του Συναγερμού, το «κράτος της Δεξιάς», του «όσο δεξιότερα τόσο καλύτερα», που έχει τις ρίζες του στο 1935 και στη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου και δεν θα πάψει να υπάρχει και στην Κατοχή, θα εδραιωθεί, με τη βοήθεια των Αμερικανών, αλλά και του παρασυντάγματος των ψηφισμάτων του Εμφυλίου Πολέμου που, με ευθύνη των κομμάτων του Κέντρου, θα διατηρηθεί και μετά την ψήφιση του νέου, συντηρητικού Συντάγματος του 1952.
Όσοι μου έχουν κάνει την τιμή να διαβάσουν τα προηγούμενα ιστορήματά μου (Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου, Η4ηΑυγούστου - Το έργο και η Πολιτεία της, Η εξωτερική πολιτική της 4ης Αυγούστου, Ο πόλεμος του 1940-41 και η Μάχη της Κρήτης), ίσως να απορήσουν γιατί, αντί να συνεχίσω με την Κατοχή, την Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο Πόλεμο, «πήδησα» στη μετά το 1949 περίοδο. Είναι αναμφίβολο πως η περίοδος 1941-49, από τις πιο αποφασιστικές για την Ελλάδα, παρουσιάζει εξαιρετικές δυσκολίες. Υπάρχει γι' αυτήν άφθονο υλικό, που θέλει μεγάλη προσπάθεια για να επιχειρήσεις να το βάλεις σε κάποια σειρά, αλλά ίσως και πολύ λίγο για να μπορέσεις να ξεκαθαρίσεις μερικά παρασκήνια της εποχής και να καταλήξεις σε σχετικά θεμελιωμένα συμπεράσματα. Ύστερα, πρόσθετη δυσκολία είναι οι ισχυρές συναισθηματικές αντιδράσεις που προκαλεί η αναδρομή στην περίοδο αυτή σε όσους ζήσαμε όχι σαν απλοί θεατές την Εθνική Αντίσταση και τις πολιτικές περιπέτειες που ακολούθησαν.
Παρ' όλα αυτά, η εξήγηση για το «πήδημα» αυτό είναι πολύ πιο απλή και, περίπου, «τεχνική». Ένα μέρος του ιστορήματος που αρχίζει με τον τόμο αυτό να εκδίδεται, έχει γραφεί για πρώτη φορά στη διάρκεια της εφταετίας και συγκεκριμένα το 1972-73. Γράφτηκε, κατά παραγγελία πρωινής εφημερίδας, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να δημοσιευτεί σε συνέχειες, έστω και χωρίς το όνομα του συγγραφέα, στην περίοδο της «φιλελευθεροποιήσεως» του Παπαδόπουλου. Για να μπορέσει ευκολότερα να περάσει χωρίς να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις της Χούντας, αποφασίσαμε να κινηθεί ανάμεσα στην μετά τον Εμφύλιο και στην πριν από το πραξικόπημα του 1961 περίοδο. Ακολούθησαν το Κίνημα του Ναυτικού, η νέα σκλήρυνση της δικτατορίας, αργότερα το πραξικόπημα Ιωαννίδη και η δημοσίευση του ιστορήματος αναβλήθηκε για «ευθετότερο» χρόνο. Μετά τη Μεταπολίτευση. χρειάστηκε φυσικά να το ξαναγράψω.
Βασικές πηγές που χρησιμοποίησα ήταν οι εφημερίδες της εποχής, οι αφηγήσεις πρωταγωνιστούν των γεγονότων της περιόδου εκείνης και στοιχεία από τα αρχεία τους. Πρόκειται για τις πιο πολύτιμες αλλά και τις πιο επικίνδυνες πηγές, που χρειάζονται έλεγχο, διασταύρωση και διερεύνηση. Στις εφημερίδες της εποχής υπάρχει πάντα το στοιχείο της προπαγάνδας, της επικαιρότητας, της σκοπιμότητας και του φανατισμού. Αλλά, εκτός από το ότι και αυτά τα δημοσιεύματα τους είναι χρήσιμα και ενδεικτικά για το πολιτικό κλίμα της εποχής, πολύτιμα βοηθήματα αποτελούν τα κείμενα δηλώσεων και ανακοινώσεων που δημοσιεύουν, καθώς και η χρονολογική σειρά των γεγονότων που καταγράφουν. Στις προσωπικές αφηγήσεις και αναμνήσεις, που αποτελούν επίσης πολύτιμο και αναντικατάστατο υλικό, υπάρχει πάντα η παγίδα του υποκειμενισμού. Ο ερευνητής είναι υποχρεωμένος να προσέχει, γιατί και στους πιο υπεύθυνους και ψύχραιμους ανθρώπους, ακόμα και με την άμβλυνση των παθών που φέρνει ο χρόνος, διατηρείται πάντα η επιθυμία της υστεροφημίας και της δικαίωσης μιας ζωής, που επιδρά, αθέλητα τις πιο πολλές φορές, και οδηγεί σε κάποια παραμόρφωση των γεγονότων. Ο έλεγχος και η διασταύρωση είναι πάντα αναγκαία αλλά και πολύ επίπονη δουλειά.
Άλλες χρήσιμες πηγές είναι τα Πρακτικά της Βουλής, οι μονογραφίες, τα περιοδικά, οι στατιστικές, οι ειδικές μελέτες κτλ.
Προτίμησα να δώσω όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες και ντοκουμέντα της εποχής, γιατί, για μια σχετικά αδιερεύνητη περίοδο, νομίζω πως αυτό είναι χρήσιμο και για τις μελλοντικές έρευνες, έστω και αν μπορεί καμιά φορά να κόβει τη συνέχεια της αφήγησης. Τη δράση κάθε παράγοντα της πολιτικής ζωής προσπαθώ να την δώσω, όπως προκύπτει από τα γεγονότα, δηλαδή χωρίς δικές μου κρίσεις για τον «θετικό» ή «αρνητικό» ρόλο τους, πέρα από όσες θεωρώ απαραίτητες και, κυρίως, όσο είναι ανθρώπινα δυνατόν, χωρίς προκαταλήψεις. Προπαντός, είμαι εντελώς αντίθετος στην τάση που παρατηρείται συχνά – όχι μόνο στην επίσημη κομμουνιστική ιστοριογραφία - να φωτίζεται ή να εξαφανίζεται ένα πρόσωπο από την Ιστορία ανάλογα με το ποια ήταν η κατοπινή του δράση. Μια τέτοια μονόπλευρη παρουσίαση των γεγονότων όχι μόνο αποτελεί παραποίηση της Ιστορίας, αλλά και δυσκολεύει το έργο των μελλοντικών ερευνητών που θα ήθελαν να αποτιμήσουν συνολικά τη δράση προσώπων και κομμάτων και να βρουν τις αντιφάσεις τους και τις αιτίες της κάθε φορά στάσης τους.
Αν είναι υπερβολή αυτό που έχει ειπωθείς ότι η Ιστορία ένα μόνο πράγμα διδάσκει, πως δεν διδάσκει τίποτα και κανέναν αν πιστεύουμε πως η γνώση των γεγονότων, πέρα από τις οποιεσδήποτε τοποθετήσεις, κρίσεις και συμπεράσματα, είναι πολύτιμη και βοηθά στο να αποφεύγουμε, τουλάχιστον, να επαναλάβουμε τα παλιά λάθη· αν δεχόμαστε πως η χρησιμότητα και η αξία των οποιωνδήποτε θεωριών δοκιμάζονται στην πράξη και ότι η κατά το δυνατόν πιστότερη απεικόνιση της πραγματικότητας βοηθά στην επιβεβαίωση, στη διάψευση, στην αναθεώρηση ή στη συμπλήρωση των θεωρητικών γενικεύσεων, που, με τη σειρά τους, αποτελούν όπλα για την προσέγγιση στη βαθύτερη κατανόηση κάποιων νόμων ή τάσεων που διέπουν την Ιστορία, οφείλουμε να είμαστε όσο γίνεται πιο επίμονοι στην αναζήτηση της αλήθειας.
Τελειώνοντας θέλω να αναφέρω, όχι μόνο για να τους ευχαριστήσω και δημόσια, αλλά και γιατί οι αφηγήσεις τους και τα στοιχεία από τα προσωπικά τους αρχεία ήταν βασικές πηγές της εργασίας μου, όλους τους πολιτικούς ηγέτες και όσους άλλους με εβοήθησαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ανάμεσά τους, ένας δεν βρίσκεται πια μαζί μας: ο αξέχαστος γιατρός και αγωνιστής Γιώργος Σπηλιόπουλος.
Οι άλλοι είναι:
Γεώργιος Μαύρος, Ηλίας Ηλιού, Στέφανος Στεφανόπουλος, Γιάννης Ζίγδης, Σταύρος Ηλιόπουλος, Κομνηνός Πυρομάγλου, Βιργινία Τσουδερού, Βάσος Βασιλείου, Τάκης Κύρκος, Λεωνίδας Κύρκος, Γιάννης Κοκορέλλης, Παναγιώτης Τζαννετάκης, Κώστας Μπασιάκος, οι αξιωματικοί της αεροπορίας Βλάσης Δέδες και Γιώργος Μαδεμλής. και ο Παναγιώτης Κατερίνης.
Πολύτιμες για την ακριβή γνώση των γεγονότων και του κλίματος της εποχής ήταν οι επανειλημμένες συνομιλίες που είχα σχετικά με την περίοδο αυτή με τον πολιτικό και ιστορικό Σπυρ.Μαρκεζίνη.
Σημαντική βοήθεια μου έδωσαν, τέλος, οι συνάδελφοι και φίλοι δημοσιογράφοι Νίκος Αλεξίου, Λέων Καραπαναγιώτης, Γιώργος Λεονταρίτης, Νίκος Νικολάου και Γιώργος Ρωμαίος.
Αύγουστος 1977 Σ.Ν.Λ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου