«Απόδραση» Ακριβογιάννη
Ο αυτοκινητιστής Τσώκος καταθέτει ότι μαζί με τον Ακριβογιάννη είχαν πάει σε μια κομμουνιστική «γιάφκα» και εκεί ο υποσμηναγός Θεοδωρίδης συνέστησε στον νεαρό δόκιμο πιλότο να φύγει για την Αλβανία. Ο Θεοδωρίδης, στην απολογία του. λέει ήρεμα, με ύφος κάπως απόκοσμου ανθρώπου αφιερωμένου στα θεία, ότι δεν γνώρισε ποτέ του ούτε τον Ακριβογιάννη ούτε τον Τσώκο. Ο Θεοδωρίδης έχει υποστεί τα φοβερότερα βασανιστήρια. Του έχουν κάψει το πέλμα για να «ομολογήσει» και κινδυνεύει να χάσει το πόδι του.
Ο υποσμηναγός Γ.Μαδεμλής, που κατηγορείται ότι συνόδευσε τον Ακριβογιάννη ως τα σύνορα, καταθέτει ότι όλα είναι ψέματα και ότι αυτός βρισκόταν εκείνη την ώρα στο αεροδρόμιο, όπως προκύπτει από τα επίσημα βιβλία. Πρόσφατα, ο Γ.Μαδεμλής, με επιστολή του στο Βήμα (17 Μαρτίου 1977, έρευνα Πάνου Λουκάκου για την υπόθεση της Αεροπορίας), αφηγήθηκε, ανάμεσα σε άλλα, τα ακόλουθα:
«Μετά από πολυετή υπηρεσία σε πολεμικές μονάδες στην Ελλάδα και στη Μέση Ανατολή, υπηρετούσα στη Σχολή Αεροπορίας στο Τατόι ως εκπαιδευτής πτήσεων και ως αποκλειστικός δοκιμαστής των αεροσκαφών της. Στα υπόγεια του Φαλήρου και στις φυλακές Τατοΐου αυτή την εποχή οι βασανισταί σκευωρούν για να "μοντάρουν" την γνωστή υπόθεση των αεροπόρων. Στις 29 Μαρτίου 1952, οι σκευωροί ανακριταί, με μία ψευδή και καθ'υποβολήν κατάθεση του Παναγουλάκη εναντίον μου, ανοίγουν τον δρόμο της τραγικής μου περιπετείας χωρίς όμως και να ενεργούν τη σύλληψή μου (...). Μία δηλαδή ακόμη τρανή απόδειξις ότι οι ανακριταί εγνώριζαν ότι η "δήθεν κατάθεσις Παναγουλάκη" ήταν ιδικόν των κατασκεύασμα. Στις 7 Απριλίου 1952, εξαφανίζεται ο Ακριβογιάννης - μαθητής της Σχολής Αεροπορίας -, κι όμως παραμένω ελεύθερος, πετώ και ως σμηναγός Ασφαλείας κρατώ το αεροδρόμιο στα χέρια μου ως και τις φυλακές. Αυτό διαρκεί μέχρι την 29ην Απριλίου 1952. Την ημέρα αυτή, μόλις κατέβηκα από μία δοκιμαστική πτήση, με δόλο και βία, οι εγκληματίες ανακριτές με ενέκλεισαν, παρά τις διαμαρτυρίες μου, στις φυλακές του αεροδρομίου χωρίς καμιά δικαιολογία ή εξήγηση για την ενέργειά τους αυτή. Μετά από διήμερη αυστηρή απομόνωση, με μόνη συντροφιά τα βογγητά και τα ουρλιαχτά του ετοιμοθάνατου Δαδαλή, μου είπαν ότι το όνομά του ανεφέρετο στην κατάθεση Παναγουλάκη. Η περίφημος αυτή κατάθεση Παναγουλάκη, αποσπασθείσα κατόπιν φρικτών βασανιστηρίων και καθ' υποβολήν των ανακριτών (...) υπήρξε μόνον η αφετηρία της τραγωδίας μου, διότι καθ'οδόν, λίγες μέρες προ της δίκης (...) εξύφαναν και νέαν σκευωρίαν υπό τον τίτλον "συνοδεία Ακριβογιάννη εις Αλβανίαν". Οι λόγοι που επέβαλαν την κατασκευή ενός ενόχου συνοδείας του Ακριβογιάννη είναι πολύ φανεροί. Έπρεπε να δώσουν την ευχέρεια στο Αεροδικείο που αυτοί εξουσίαζαν - το έλεγαν άλλωστε οι βασανιστές στην ανάκριση "Εμείς θα είμαστε στην έδρα" - να επιβάλη ποινές με τον Νόμο 375/36 – κατασκοπία - για να μην έχουν το δικαίωμα οι καταδικασθέντες να προσφύγουν σε αναθεωρητικό δικαστήριο κι έτσι να είναι πάντα απόλυτα σίγουροι ότι το έγκλημά των δεν θα αποκαλυφθή. Την εντολή γι'αυτό την έδωσε ο ίδιος ο αρχηγός της Αεροπορίας, στις 18 Ιουλίου 1952, ήτοι μετά από δυόμισι μήνες από της συλλήψεώς μου, προς τον επισμηναγό Δημακόπουλο (...). Ο Δημακόπουλος φαντάζεται την συνοδεία, υποβάλλει το πόρισμά του στο αφεντικό του εν σπουδή - γιατί βρισκόμαστε ήδη στις παραμονές της δίκης - και κατόπιν προσπαθεί να στηρίξη τον μύθο του με υπ'αυτού κατασκευασθείσες καταθέσεις ψευδομαρτύρων, με πλαστογραφίες εγγράφων που διεπιστώθησαν (...). Με το φανταστικό πόρισμά του, ο Δημακόπουλος με φέρνει αυθαίρετα να πετώ την ίδια ώρα που πετούσε ο δόκιμος Ακριβογιάννης και να προσγειώνομαι στο αεροδρόμιο Τατοΐου πολύ αργότερα από την ώρα της παύσεως εργασίας, δηλαδή 14.15, ενώ η τελευταία μου προσγείωση την ημέρα εκείνη έγινε στις 12.54 ώρα, σύμφωνα με το επίσημο βιβλίο του πύργου ελέγχου...».
Αλλά ο Ακριβογιάννης είχε πραγματικά φύγει για την Αλβανία - και για ποιο σκοπό; Κανένας δεν πίστεψε ποτέ στα σοβαρά την κατηγορία ότι κάποια κομμουνιστική οργάνωση τον έστειλε... στον Εμβέρ Χότζα για να... μεταφέρει κάποιο σημείωμα. Για πάρα πολλά χρόνια επικρατούσε η εντύπωση πως κάποιο ατύχημα θα είχε συμβεί στον νεαρό δόκιμο, θα έπεσε κάπου, σε χαράδρα ή σε θάλασσα, με το αεροπλάνο του και χάθηκε. Και οι σκευωροί της Αεροπορίας χρησιμοποίησαν το ατύχημα για να κατασκευάσουν υπόθεση κατασκοπίας και να δώσουν υπόσταση στην τόσο ετοιμόρροπη υπόθεση «κομμουνιστικής συνωμοσίας» που είχαν χαλκεύσει. Αλλά τον Μάρτη του 1976, ο απόστρατος ταξίαρχος Αεροπορίας Β.Δέδες, πρώην διευθυντής ασφαλείας πτήσεων του ΓΕΑ, υποβάλλει απόρρητο υπόμνημα, στο οποίο, με πλήθος στοιχεία, υποστηρίζει πως τον Ακριβογιάννη τον έστειλαν στην Αλβανία οι σκευωροί (Μητσάκος, Σκαρμαλιωράκης κ.λ.π.) με «εθνική αποστολή», στην πραγματικότητα όμως για να στοιχειοθετήσουν κατηγορία κατασκοπίας εναντίον των κρατουμένων και βασανιζομένων από τους ίδιους συναδέλφων τους αξιωματικών και υπαξιωματικών της Αεροπορίας. Και. όπως περίμεναν και ήθελαν οι σκευωροί, οι Αλβανοί καταδίκασαν και τουφέκισαν τον νεαρό δόκιμο ως κατάσκοπο της Ελλάδας. Στο μεταξύ, στα βασανιστήρια στο Φάληρο, οι σκευωροί σκότωσαν τον καθηγητή Δάδαλη, που τον παρουσίαζαν σαν τον μυστηριώδη κομμουνιστή καθοδηγητή «Κώστα», που έδωσε την εντολή στον Ακριβογιάννη να πάει στην Αλβανία. Έτσι, χάθηκαν οι δύο ουσιαστικοί μάρτυρες και θύματα της πλεκτάνης. Κατά το υπόμνημα Δέδε, σκηνοθέτες της τραγικής και σατανικής αυτής πλεκτάνης ήταν ο τότε σμηναγός - και αργότερα υποπτέραρχος και γενικός γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού κατά τη δικτατορία της Χούντας - Αντ.Σκαρμαλιωράκης, ο Μητσάκος, ο Καρακίτσος, ο Δημακόπουλος, που συνόδευσαν τον Ακριβογιάννη με ένα Ντακότα στην πτήση του προς την Αλβανία, ενώ τελευταίος που έδωσε οδηγίες στο αεροδρόμιο στον νεαρό δόκιμο ήταν ο εκπαιδευτής του, ένας σμηναγός - νομάρχης στη δικτατορία και τώρα απόστρατος ταξίαρχος. «Καθοδηγητής» του Σκαρμαλιωράκη, του επικεφαλής του Α2 της Σχολής Αεροπορίας, ήταν - κατά το υπόμνημα Δέδε - ο τότε σταθμάρχης της CIA στην Ελλάδα, Ελληνοαμερικανός Τομ Καραμεσίνης, και άμεσος προϊστάμενος ο αντισμήναρχος Καρακίτσος.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο αεροδικείο, τον Σεπτέμβριο του 1952.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου