Τα στίφη εξορμούν
Μισή ώρα αφού κυκλοφόρησε το παράρτημα της εφημερίδας, ομάδες νεαρών εξορμούν από τα γραφεία του σωματείου «Η Κύπρος είναι τουρκική» και αρχίζουν να φωνάζουν συνθήματα εναντίον των Ελλήνων, να μοιράζουν προκηρύξεις και να κολλούν τυπωμένες πινακίδες στα τουρκικά καταστήματα για να ξεχωρίζουν. Στις 5.30 αρχίζει στην πλατεία Ταξίμ μια προκαθορισμένη διαδήλωση, που την έχει απαγορεύσει ο νομάρχης, την έχει όμως επιτρέψει ο ίδιος ο πρωθυπουργός Μεντερές. Όπως θα καταθέσει ύστερα από πέντε χρόνια ο Πατριάρχης Αθηναγόρας - στη δίκη του Μεντερές το 1960 -, δύο ώρες προτού αρχίσει η διαδήλωση του τηλεφώνησε ο νομάρχης Γιοκάι να μην ανησυχεί, γιατί έχουν παρθεί όλα τα μέτρα για την προστασία των Πατριαρχείων. (Το Βήμα, 26 Οκτωβρίου 1960.)
Μόλις αρχίζει το «φοιτητικό» συλλαλητήριο, ο χώρος γεμίζει από οργανωμένες ομάδες που έχουν μεταφερθεί από άλλα μέρη. Είναι οπλισμένοι με λοστούς και έχουν συγκεκριμένες οδηγίες να «χτυπήσουν» τα ελληνικά καταστήματα.
Στο συλλαλητήριο, εκφωνούνται εμπρηστικοί λόγοι εναντίον των Ελλήνων και του Πατριαρχείου. Ύστερα, το πλήθος ξεχύνεται στον κεντρικό δρόμο τού Πέραν, στη λεωφόρο Ιστικλάλ, την εμπορικότερη της Πόλης, και αρχίζει αμέσως να λεηλατεί και να καταστρέφει τα ελληνικά και άλλα (αρμενικά, εβραϊκά κ.λ.π.) καταστήματα. Την ίδια περίπου ώρα, αρχίζει η επίθεση των Ελλήνων και σε άλλες συνοικίες της Κωνσταντινούπολης. Στην οργανωμένη επιχείρηση παίρνουν μέρος φοιτητές, αχθοφόροι, κακοποιοί και αστυνομικοί. Το πόρισμα της ανακριτικής επιτροπής, που θα συγκροτήσει η στρατιωτική τουρκική κυβέρνηση το 1960, αναφέρει ότι, τουλάχιστον 250 αστυνομικοί με πολιτικά πήραν μέρος στις διαδηλώσεις της μέρας αυτής. Ομάδες του μεντερικού Δημοκρατικού Κόμματος, με έξι μέλη η καθεμιά, εφοδιασμένες με καταλόγους των ελληνικών καταστημάτων που θα έπρεπε να καταστραφούν, ενεργούν με προκαθορισμένο σχέδιο (στο ίδιο, 15 Σεπτεμβρίου I960).
Λίγη ώρα αφού άρχισε το συλλαλητήριο, οι εμπρησμοί, οι λεηλασίες, οι καταστροφές έχουν απλωθεί σε ολόκληρη την Πόλη. Οι Αρχές δεν αντιδρούν καθόλου. Έχουν πάρει εντολή από τον υπουργό Εσωτερικών Ναμίκ Γκεντίκ ότι θα πρέπει «να δείξουν κατανόηση» απέναντι στις «πατριωτικές εκδηλώσεις της φοιτητικής νεολαίας» (Χρηστίδης, στο ίδιο, σ. 156).
Την ώρα που οι διαδηλώσεις, οι λεηλασίες και οι καταστροφές έχουν απλωθεί σε ολόκληρη την Πόλη, ο Τούρκος πρωθυπουργός Μεντερές και ο πρόεδρος Τζελάλ Μπαγιάρ
«ξεκίνησαν από τα Φλώρια, στην ευρωπαϊκή παραλία της Προποντίδας, διέσχισαν όλη την παλιά Ισταμπούλ, πέρασαν την παλιά Γέφυρα, διέσχισαν τον Γαλατά, όπου είχαν αρχίσει οι λεηλασίες, επιβιβάστηκαν από το Καμπατάς στο φέρυ, πέρασαν στο Σκουτάρι - στην ασιατική παραλία - κι έφτασαν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Χαϊντάρ Πασά, απ'όπου ξεκίνησαν για την Άγκυρα με την ταχεία των 20.50, με καθυστέρηση ενός τετάρτου της ώρας, εξαιτίας μιας τηλεφωνικής συνομιλίας που ο Μεντερές είχε με τον υπουργό του των Εξωτερικών, τον Φατίν Ζορλού, στο Λονδίνο». (Στο ίδιο.)
Όπως αναφέρεται στο πόρισμα της Ανώτατης Τουρκικής Ανακριτικής Επιτροπής, λίγο πριν από τα γεγονότα, ο Μεντερές είχε πάρει σε εκδρομή με το αυτοκίνητο του τον συντάκτη της Χουριέτ Χίκμέτ Μπιλ, από τους οργανωτές των διαδηλώσεων, και του έδωσε 5.000 τουρκικές λίρες.
Η καταστροφή και η λεηλασία συνεχίζονται ως τις πρώτες πρωινές ώρες της 7ης Σεπτεμβρίου. Ομάδες διαδηλωτών καταστρέφουν με αξίνες, λοστούς και ρόπαλα τα ελληνικά καταστήματα, λεηλατούν και παίρνουν μαζί τους τα εμπορεύματα, και άλλα τα σκορπίζουν στους δρόμους. Υπάρχουν και ειδικά συνεργεία με ηλεκτρικά πριόνια που ανοίγουν τα χρηματοκιβώτια...
Αφού ολοκληρώνουν την καταστροφή και τη λεηλασία στον μεγάλο εμπορικό δρόμο τού Πέραν, οι οργανωμένες ομάδες ορμούν στις ελληνικές συνοικίες και λεηλατούν τα σπίτια των Ελλήνων και τις ελληνικές εκκλησίες. Στο τέλος βάζουν και φωτιά. Η «πατριωτική» δράση των οργανωμένων συμμοριών φτάνει ως τα ευρωπαϊκά και ασιατικά προάστια της Προποντίδας και τα Πριγκιπόνησα.
Οι Μεντερές και Μπαγιάρ, όταν η αμαξοστοιχία της Άγκυρας φτάνει στη Σαπάντζα, διακόπτουν το ταξίδι τους και επιστρέφουν με αυτοκίνητο στην Πόλη. Είναι 2.30 τη νύχτα και τότε κηρύσσεται ο στρατιωτικός νόμος στον νομό. Ο στρατός και η αστυνομία επεμβαίνουν, επιτέλους, και αρχίζουν συλλήψεις. Στις 7 το πρωί, αίρεται ο στρατιωτικός νόμος. Επειδή όμως σημειώνονται νέα κρούσματα βανδαλισμών, τον επιβάλλουν και πάλι το μεσημέρι. Σύμφωνα με στοιχεία της νομαρχίας, στο διάστημα αυτό έχουν καταστραφεί 1.004 σπίτια, 4.348 καταστήματα και εργαστήρια, 110 εστιατόρια και ζαχαροπλαστεία, 21 εργοστάσια, 11 κλινικές, 12 ξενοδοχεία και πανσιόν, 27 φαρμακεία και χημικά εργαστήρια, 71 εκκλησίες, 26 σχολεία, 5 έδρες συλλόγων και κοινοτήτων, δύο νεκροταφεία (Χρηστίδη, στο ίδιο, σ. 157).
Στη δίκη της Πλάτης, το 1960, θα διαβαστεί επιστολή που είχε στείλει ο Πατριάρχης Αθηναγόρας στον πρωθυπουργό της Τουρκίας Μεντερές, στις 6 Νοεμβρίου 1955, αφού συνεδρίασε η Ιερά Σύνοδος:
«Επί 80 εκκλησιών - ανέφερε η επιστολή του Πατριάρχη — οι 70 έχουν καταστραφεί πλήρως υπό του πυρός. Οι ιεροί χώροι εβεβηλώθησαν κατά τρόπον εξεγείροντα πάσαν συνείδησιν. Οι οφθαλμοί των εικονιζόμενων αγίων εξωρύχθησαν, οι τάφοι των Πατριαρχών και άλλων κληρικών εβεβηλώθησαν, τα λείψανα και τα οστά διεσκορπίσθησαν επί της δημοσίας οδού ή αποτεφρώθησαν. Εις ιερεύς εδολοφονήθη και άλλοι εκακοποιήθησαν. Ωργανωμέναι ομάδες, υπακούουσαι εις ενιαίαν διοίκησιν και ενεργούσαι βάσει καθωρισμένου προγράμματος, διεσκορπίσθησαν εις διάφορα σημεία της πύλεως την ιδίαν ώραν, εφωδιασμέναι με παντοειδή μέσα καταστροφής και διαθέτουσαι μεταφορικά μέσα, υπό τα όμματα των απαθών αστυνομικών. Ακολούθως, ως από συνθήματος ήρχισαν οι επιθέσεις εναντίον Ελλήνων με πρωτοφανή αγριότητα».
Η εντολή των οργανωτών των επεισοδίων ήταν να μη χυθεί αίμα. Παρ'όλα αυτά, τρία τουλάχιστον άτομα σκοτώθηκαν και μερικές εκατοντάδες τραυματίστηκαν. Το Ανώτατο Δικαστήριο που δίκασε τους Μεντερές, Μπαγιάρ κ.λ.π. για τα γεγονότα, αναφέρει στο κατηγορητήριο τρεις νεκρούς, 30 τραυματίες και ζημιές 30 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων (νέων) από τις λεηλασίες στα ελληνικά, εβραϊκά και αρμενικά καταστήματα. Ο Χρηστίδης όμως αναφέρει:
«Ο γέρος παπα-Χρύσανθος Μαντάς, της Μονής της Ζωοδόχου Πηγής – Μπαλουκλή - εξαφανίστηκε και δεν ξαναβρέθηκαν ίχνη του. Μια γυναίκα σκοτώθηκε στον Άνω Βόσπορο. Δύο - τρεις ηλικιωμένοι πέθαναν από τρόμο και κάποιοι τρελάθηκαν. Μερικές εκατοντάδες Ρωμιοί τραυματίστηκαν και πέρασαν από σταθμούς πρώτων βοηθειών. Για τους βιασμούς γυναικών δεν συγκεντρώθηκαν στοιχεία, για λόγους ευνόητους».
Ανταποκριτής της αγγλικής Νταίηλυ Μαίηλ, που επισκέφθη κε την Πόλη μία βδομάδα μετά τα γεγονότα, γράφει ότι ο κεντρικός δρόμος τού Πέραν παρουσίαζε χειρότερη εικόνα από εκείνη που είχε ο ίδιος αντικρίσει στο Λονδίνο στη διάρκεια των αεροπορικών βομβαρδισμών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο ίδιος αναφέρει ότι παρακολούθησε την κηδεία μιας γριάς, που πέθανε από τον ξυλοδαρμό. Έναν παπά – συνεχίζει - τον έσυραν στον δρόμο, τον έγδυσαν, τον έδεσαν πίσω από ένα αυτοκίνητο και τον περιέφεραν γυμνό στους δρόμους μιας συνοικίας του Βοσπόρου. Έναν άλλο παπά τον γύριζαν γυμνό στους δρόμους και έναν τρίτο, που τον βρήκαν άρρωστο στο κρεβάτι, τον έκαψαν ζωντανό, βάζοντας φωτιά στο σπίτι του. (Αναφέρεται από τον Ε.Ν.Τζελέπη, στο βιβλίο Το Κυπριακό και οι συνωμότες του), Αθήνα 1965. σ. 56-60.)
Την ίδια περίπου ώρα που οι οργανωμένες συμμορίες εξορμούν κατά των ελληνικών καταστημάτων και εκκλησιών στην Κωνσταντινούπολη, διαδηλωτές κυκλώνουν την πρεσβεία της Ελλάδας στην Άγκυρα. Ταυτόχρονα σχεδόν αρχίζει δράση διαδηλωτών και στη Σμύρνη, όπου δεν υπάρχει αξιόλογη ελληνική μειονότητα. Πρώτος στόχος εκεί είναι το ελληνικό περίπτερο στη Διεθνή Έκθεση. Αφού το κατέστρεψαν, του έβαλαν φωτιά. Ύστερα όρμησαν κατά του γενικού προξενείου της Ελλάδας. Ο γενικός πρόξενος κατορθώνει να φυγαδεύσει την οικογένεια του από την πίσω πόρτα. Φεύγει και ο ίδιος. Οι διαδηλωτές παραβιάζουν την κύρια είσοδο και βάζουν φωτιά. Καταστρέφουν και λεηλατούν και τη μικρή εκκλησία του προξενείου. Ο γενικός πρόξενος επιστρέφει και ζητά από τους Τούρκους αξιωματικούς να του επιτρέψουν να διαπιστώσει την έκταση της καταστροφής. Οι αστυνομικοί τον διώχνουν. Διαδηλωτές τον αναγνωρίζουν και τον καταδιώκουν με απειλητικές διαθέσεις. Καταφεύγει στο πρώτο σπίτι που βρίσκει και κατόπιν πηγαίνει στην κατοικία Έλληνα ι υποστρατήγου, μέλους του επιτελείου του στρατηγείου του NATO στη Σμύρνη.
Ο επόμενος στόχος των διαδηλωτών είναι τα σπίτια των Ελλήνων αξιωματικών. Οργανωμένες ομάδες σπάζουν τις πόρτες, μπαίνουν μέσα και καταστρέφουν ό.τι βρίσκουν. Οι επικεφαλής των ομάδων γνωρίζουν πού ακριβώς μένει κάθε Έλληνας αξιωματικός. Όπως θα αποκαλυφθεί αργότερα, τις διευθύνσεις τους τις έδωσε το Τμήμα Αλλοδαπών Σμύρνης. Μερικούς αξιωματικούς και τις οικογένειες τους οι διαδηλωτές τούς κακοποίησαν και τους διαπόμπευσαν, ενώ ποδοπάτησαν και έκαψαν την ελληνική σημαία.