Στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ V: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, και στη σελίδα 233, αναφέρει:
Η Τρίτη φέτα του σαλαμιού κόπηκε στις 17 Σεπτεμβρίου. Και ήταν επαρκής. Ενωμένη με τις άλλες δύο και με τη Δεξιά σχημάτιζε τον μαγικό αριθμό 152. Ο Κωνσταντίνος είχε καταγάγει έναν ακόμα ολυμπιακό θρίαμβο. Το περισπούδαστο αυτό κατόρθωμα συντελέστηκε κάτω από συνθήκες συναρπαστικές:
Από τη μέρα που είχε καταψηφιστεί στη Βουλή η κυβέρνηση τσιριμώκου, ακόμα και κατά τη διάρκεια του Συμβουλίου του Στέμματος, δεν είχε σταματήσει ούτε για μια στιγμή η επιχείρηση εξαγοράς βουλευτών. Αλλά ο ρυθμός ήταν αργός και τα αποτελέσματα όχι ικανοποιητικά. Επιπλέον, ορισμένοι βουλευτές, ενώ είχαν συμφωνήσει στην «τιμή» και στο υπουργείο, και το κλείσιμο της δουλειάς εθεωρείτο σίγουρο, εκ των υστέρων υπαναχωρούσαν. Ίσως η επίδραση ενός περιβάλλοντος υπερφορτισμένου από δημοκρατική έξαρση, ίσως κάποιο στιγμιαίο σκίρτημα συνειδήσεως, τους ξαναγύριζε στον δρόμο της τιμής. Η Δεξιά κατηγορούσε τον Ανδρέα Παπανδρέου ότι ήταν ο εγκέφαλος κάποιας οργανώσεως που ασκούσε ψυχολογική πίεση στους ταλαντευόμενους βουλευτές. Δεν προσκομίστηκε όμως ποτέ κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Πάντως, τα κρούσματα των υπαναχωρήσεων είχαν προκαλέσει νευρικότητα, ιδιαίτερα στους εξωελληνικούς παράγοντες. Και η αγανάκτησή τους ήταν δικαιολογημένη. Για σκεφθείτε, να έχει τηλεγραφηθεί στην Ουάσινγκτον μια αποστασία και εκ των υστέρων ν’ανακαλείται… Γι’αυτούς τους λόγους μελετήθηκαν και εφαρμόστηκαν μέθοδοι που απέκλειαν τέτοιες λαχτάρες.
Εκείνες τις ημέρες γίνονταν διαπραγματεύσεις με καμιά δεκαριά υποψήφιους αποστάτες. Ορισμένοι άλλοι είχαν κλείσει συμφωνία. (Οι πράκτορες της ΚΥΠ τους είχαν εγκλωβίσει σε απομακρυσμένα εξοχικά ξενοδοχεία, ώστε να είναι μακριά από τις επιδράσεις της «οχλοκρατούμενης» Αθήνας… Τη νύχτα της ψηφοφορίας θα πήγαιναν κατευθείαν στη Βουλή). Χωρίς τους υπό διαπραγμάτευση «δέκα» το έλλειμμα ήταν μόνο επτά.
Νωρίς, μετά το μεσημέρι της 17ης Σεπτεμβρίου, ειδοποιήθηκα από ένα πληροφοριοδότη μου στο παλάτι ότι στην οδό Στησιχόρου αριθμός 10, όπου η κατοικία του εφοπλιστή Ανδρέα Ποταμιάνου, διεξήγετο ομαδική διαπραγμάτευση εξαγοράς βουλευτών. Όπως μου περιέγραψε, το δεκαμελές ανθρώπινο εμπόρευμα είχε τοποθετηθεί σε ισάριθμους χώρους του σπιτιού. Ο «αγοραστής» έλεγε στον καθένα ξεχωριστά ότι είχε συμπληρωθεί ο αριθμός 150 και ότι αυτός ήταν ο αναγκαίος εκατοστός πεντηκοστός πρώτος. Είχε, επομένως, την τελευταία ευκαιρία της ζωής του να γίνει υπουργός και πλούσιος. Το τέχνασμα απ’ότι ήξερε, είχε κάμψει τους περισσότερους.
Πήγα στην οδό Στησιχόρου. Το σπίτι του Ποταμιάνου απέχει από τα ανάκτορα λιγότερο από 100 μέτρα. Ανάμεσα στα αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα κατά μήκος του μικρού αυτού αριστοκρατικού δρόμου γνώρισα το αυτοκίνητο του Γαρουφαλιά. Έξω από τα ανάκτορα υπήρχε αρκετή κίνηση. Από τις 15 Ιουλίου, που το παλάτι είχε μεταβληθεί σε στρατηγείο πολιτικών μηχανορραφιών, ο γύρο χώρος ήταν ζωσμένος μέρα – νύχτα από ομάδες Ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων, φωτορεπόρτερς και κινηματογραφιστών, που υπομένανε καρτερικά τον καυτερό ήλιο και τα πιο καυτερά γεγονότα του πολυτάραχου εκείνου καλοκαιριού. Αλλά σήμερα, η λιτή αρμονία του Σεπτεμβριανού δειλινού, με τα χρυσοπράσινα φύλλα που σκόρπιζαν τα δέντρα, ερχότανε σε τόση αντίθεση με τις σκοτεινές επιχειρήσεις πίσω από τους αδιαπέραστους τοίχους των ανακτόρων και του παραπλεύρως υποστρατηγείου.
Σουρούπωνε όταν άνοιξε η εξωτερική πόρτα της κατοικίας του Ποταμιάνου. Βγήκαν πρώτα 2-3 πρόσωπα της Αυλής, με ύφος ανθρώπων που εκτελούν διατεταγμένη υπηρεσία. Πίσω τους πρόβαλαν οι εξαγορασμένοι βουλευτές. Τελευταίος εμφανίστηκε ο Γαρουφαλιάς. Φαινότανε να έχει το γενικό πρόσταγμα. Θυμάμαι, καθώς το βλέμμα μου έπεσε σ’έναν από τους καινούργιους αποστάτες, βουλευτή-δημοσιογράφο. Κατέβασε τα μάτια του ντροπιασμένος. Ένας άλλος έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια του. Φάνηκε σαν να αγωνιζότανε να συγκρατήσει ένα λυγμό. Όλοι αποστρέφανε τα πρόσωπά τους, καθώς τα φλας των φωτογραφικών μηχανών έκαναν τις μικρές φωτεινές εκρήξεις. Σκέφτηκα ότι ο ύπνος τους απόψε δεν θα ήταν πολύ ήρεμος. Αργότερα, μετά είκοσι μήνες, ίσως να έγινε και εφιαλτικός. Έχουν περάσει από τότε κάπου πέντε χρόνια. Και τώρα, που γράφονται οι γραμμές αυτές, στριφογυρίζει μια σκέψη: Συναισθάνθηκε ποτέ κανένας από κείνη την οκτάδα ότι με το πούλημα της ψυχής του επηρέασε τις τύχες οκτώ εκατομμυρίων ψυχών; Ότι χωρίς το δικό του «ναι» ίσως να κατάρρεε το μοναρχικό πραξικόπημα και να μη στρωνόταν ο δρόμος για τους συνταγματάρχες; Κι αν έτυχε στα μαύρα χρόνια της δικτατορίας να περάσει από την οδό Μπουμπουλίνας και ν’ακούσει τις σπαρακτικές οιμωγές κάποιου κοριτσιού της «ταράτσας» ένιωσε, άραγε, το δάγκωμα της καρδιάς που φέρνει η συναίσθηση της προσωπικής ενοχής; «Θα βασανιζόταν αυτό το ανώνυμο ανθρώπινο πλάσμα αν εγώ…;».
Οι «οκτώ» σχημάτισαν φάλαγγα κατά δυάδες και ξεκίνησαν κάτω από το άγρυπνο μάτι του Γαρουφαλιά. Δόξα σοι ο Θεός. Όλα είχαν τακτοποιηθεί πάνω στο σπίτι. Και τα υπουργεία που θα’παιρνε ο καθένας. Και τα λεφτά. Και ό,τι άλλο είχαν ζητήσει. Αλλά η κρισιμότερη φάση της επιχειρήσεως ήταν η τελευταία. Τα εκατό μέτρα από τη Στησιχόρου 10 ως την πύλη του παλατιού. Κι αν του’φευγε κανένας στο δρόμο; Η φάλαγγα προχωρούσε. Η Φρειδερίκη και ο γιος της παρακολουθούσαν από ένα κλειστό παράθυρο. Οι διαβάτες έφτυναν από αηδία.
Επιτέλους, το κοπάδι μπήκε στο μαντρί. Ο Γαρουφαλιάς πήρε βαθιά αναπνοή. Όταν οι πόρτες έκλεισαν η βασίλισσα-μήτηρ διέταξε τον Κωνσταντίνο:
- «Τώρα είμαστε έτοιμοι. Αρχίστε». Και αποσύρθηκε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της.
Η ορκωμοσία έγινε μέσα σε πέντε λεπτά. Οι «οκτώ», με τα ρούχα της δουλειάς, αξύριστοι οι περισσότεροι, παρατάχτηκαν δίπλα στους αρχαιότερους αποστάτες, που μαντρωμένοι, από νωρίς, φορούσαν επίσημο ένδυμα. Μπροστά, μπροστά, με άψογο φράκο, ο νέος πρωθυπουργός. Αλήθεια, ποιος ήταν ο νέος πρωθυπουργός;
Στέφανος Στεφανόπουλος ήταν το όνομα του υπ’αριθμόν 3 πρωθυπουργού, που είχε ανασυρθεί από το βασιλικό ψυγείο/ η φήμη του ήταν αρκετά καλή. Χωρίς να έχει την ασημαντότητα του Νόβα ή την ευφυΐα του Τσιριμώκου, ο Στεφανόπουλος ήταν ένα είδος ουδέτερου πολιτικού όντος. Διαλλακτικός, μετριοπαθής, συντηρητικός, χωρίς ιδανικά και χωρίς εξετάσεις, κατόρθωνε να είναι ανεκτός απ’όλους, χωρίς όμως και ν’αγαπιέται από κανένα. Ήταν ένας καλός «δεύτερος» του πολιτικού θεάτρου. Προερχόταν από τη Δεξιά και ανήκε σ’αυτήν. Το 1955, αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση Παπάγου, δέχτηκε αδιαμαρτύρητα – μετά τον θάνατο του στρατάρχη – την ιστορική κλοτσιά των Ανακτόρων, που προτίμησαν για νέο αρχηγό της Δεξιάς, αντί γι’αυτόν, τον Καραμανλή. Το 1963 προσχώρησε στην Ένωση Κέντρου και ο Γεώργιος Παπανδρέου τον τίμησε με την αντιπροεδρία της κυβερνήσεως. Αλλά και μέσα στη σφριγηλή δημοκρατική παράταξη ούτε ο Ανένδοτος αγώνας ούτε η δημιουργία των πεντακοσίων ημερών τον άγγιξε. Έμεινε άβουλος, αναποφάσιστος, ανέκφραστος και άνευρος. Ποτέ δεν παντρεύτηκε. Ακόμα και όταν είχε περάσει τα εξήντα, εξακολουθούσε να είναι το παιδί της μαμάς του. Και όχι μόνο η ιδιωτική του ζωή, αλλά και η πολιτική του σταδιοδρομία ήταν εμπιστευμένη στα χέρια της δυναμικής μητέρας του. Αντιμετώπισε τις πρώτες φάσεις της ιουλιανής κρίσεως στο πλευρό του Παπανδρέου. Όταν ορκίστηκε η κυβέρνηση Νόβα, όλοι οι βουλευτές του Κέντρου υπογράψανε μια ομαδική δήλωση, που άρχιζε ως εξής: «Στιγματίζομεν την προδοσίαν…». Πρώτη φιγουράριζε η υπογραφή Στέφανος Στεφανόπουλος. Αργότερα, οι συνωμότες τον πλησίασαν και του υποδαύλισαν όλες τις απωθημένες φιλοδοξίες του. Αντιστάθηκε. Και ίσως ν’αντιστεκότανε ως το τέλος. Αλλά οι συνωμότες ήξεραν την αχίλλεια πτέρνα του. Και επιστράτευσαν τη «μαμά». Όταν η αιωνόβια «κυρία Φανή» ξεκίνησε από τον Πύργο Ηλείας για να’ρθει στην Αθήνα κανένας δεν αμφέβαλε ότι ο Στέφανος θα έλεγε το «ναι». Όπως και το είπε…
Στις 24 Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση Στεφανόπουλου (με αντιπροέδρους τους Τσιριμώκο και Νόβα) εξασφάλιζε την πολυπόθητη εμπιστοσύνη της Βουλής (152 επί 300). Η νομότυπη διαδικασία του μοναρχικού πραξικοπήματος είχε περατωθεί. Η χώρα ξαναγύριζε στη συνέχεια της τριακονταετούς διακυβερνήσεως από τη Δεξιά. Το οικοδόμημα της δημοκρατίας, που είχε χτιστεί με αίμα, δάκρυα και πίστη, γκρεμιζότανε. Ξαναγυρίζαμε πίσω…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου