Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΤΡΗΣ: Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΦΑΣΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Στο 3ο Μέρος, ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ: ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, στη σελίδα 350, αναφέρει:
Στις 7,42΄ το πρωί της 13ης Αυγούστου 1968, ο συνταγματάρχης Παπαδόπουλος παρά τρίχα να σκοτωθεί από μια απόπειρα που έγινε εναντίον του στο Λαγονήσι. Οι δράστες είχαν τοποθετήσει εκρηκτικό μηχάνημα και από μια μικρή γέφυρα στο σημείο, εκείνο του δρόμου, απ’όπου περνούσε κάθε μέρα η θωρακισμένη πρωθυπουργική Λίνκολν. Από λάθος υπολογισμό, το μηχάνημα εξερράγη ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα, όταν το αυτοκίνητο του Παπαδόπουλου είχε περάσει από τη γέφυρα. Ούτε ο δικτάτορας ούτε κανένας από τους άνδρες της σωματοφυλακής του, που προηγούνταν με μοτοσικλέτες και ακολουθούσαν με άλλο αυτοκίνητο έπαθε τίποτα. Ο κύριος δράστης, Αλέξανδρος Παναγούλης, 30 ετών, που εχειρίζετο εξ αποστάσεως το εκρηκτικό μηχάνημα, πιάστηκε αμέσως, προσπαθώντας να διαφύγει στα βράχια της ακτής. Την άλλη μέρα συνελήφθησαν και είκοσι άλλα πρόσωπα που κατηγορήθηκαν ότι είχαν άμεση ή έμμεση ανάμειξη στην απόπειρα. Όλοι ήσαν μέλη της οργανώσεως «Ελληνική Αντίσταση». Στην αρχή, η Χούντα απέδωσε την απόπειρα σε «φασιστική» ενέργεια, αργότερα όμως ανεκοίνωσε ότι ο συλληφθείς Παναγούλης ήταν μέλος της Νεολαίας της Ενώσεως Κέντρου. Ισχυρίσθηκε ότι η απόπειρα είχε οργανωθεί στο εξωτερικό και κατονόμασε σαν ηθικούς αυτουργούς τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Νίκο Νικολαΐδη. Δεν παρουσίασε όμως κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Εθεμελίωσε τον ισχυρισμό της στο ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου, όταν πληροφορήθηκε στη Στοκχόλμη την απόπειρα, χαρακτήρισε τον Παναγούλη ήρωα της δημοκρατίας.
Η ομολογία του Παναγούλη ότι αυτός είναι ο δράστης της απόπειρας καθιστά περιττή τη διερεύνηση μερικών σκοτεινών πτυχών που παρουσιάζει η όλη υπόθεση. Ωστόσο, παραμένει ανεξήγητος ο ισχυρισμός της Χούντας, ότι ένα Κρες-κραφτ ανέμενε να παραλάβει τον Παναγούλη, αλλ’ότι δεν μπόρεσε να πλησιάσει στην ακτή «λόγω του πλήθους των λουομένων». Στις 7.42΄το πρωί στην έρημη εκείνη θαλάσσια περιοχή ‘όχι «πλήθος λουομένων» δεν υπήρχε, αλλά ούτε ένας λουόμενος. Και έπειτα τι απέγινε το Κρες-κραφτ; Σύμφωνα με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις η καταδίωξη του σκάφους έγινε με ελικόπτερα που απογειώθηκαν 15 λεπτά μετά την απόπειρα και με πλωτά μέσα του Λιμεναρχείου. Οι ακτές, εξάλλου, περιζώθηκαν από στρατό. Πως διέφυγε ένα Κρες-κραφτ σε μια έρημη θάλασσα, κυκλωμένο και καταδιωκόμενο από ξηρά, θάλασσα και αέρα; Το ερώτημα παραμένει αναπάντητο.
Η δικτατορία έκανε τη μεγαλύτερη δυνατή αξιοποίηση της αποτυχημένης απόπειρας. Με εντολή της αστυνομίας οι εκκλησίες υποχρεώθηκαν να τελέσουν δοξολογίες «επί τη διασώσει…». Υποχρεωτικά, επίσης, οργανώσεις και άτομα έστελναν συγχαρητήρια τηλεγραφήματα στο «γενναίο πρωθυπουργό». Οι μόνες αυθόρμητες εκδηλώσεις χαράς για τη σωτηρία του δικτάτορα ήσαν του βασιλιά Κωνσταντίνου και του Αμερικανού πρεσβευτή Τάλμποτ. Ο Κωνσταντίνος για να κολακεύσει τον Παπαδόπουλο (εναντίον του οποίου είχε επαναστατήσει οκτώ μήνες πριν) δεν αρκέστηκε σε τηλεγράφημα. Έστειλε από τη Ρώμη τον αυλάρχη του Λεωνίδα Παπάγο, ο οποίος διεβίβασε στον Παπαδόπουλος «καθ’υψηλήν επιταγήν τα θερμά συγχαρητήρια της Α.Μ. επί τη διασώσει του…».
Ο Τάλμποτ, εξάλλου, με επιστολή του στον Παπαδόπουλο εξέφρασε την «βδελυγμίαν του» για την απόπειρα και την «ανακούφησίν» του για την αποτυχία.
Η απόπειρα κατά του Παπαδόπουλου ήταν το παρορμητικό ξέσπασμα μιας ομάδας αντιφασιστών πολιτών και χωρίς αμφιβολία εξέφραζε τα ενδόμυχα αισθήματα μίσους της καταπιεσμένης μέγιστης λαϊκής πλειοψηφίας. Όπως έγραψαν οι Τάιμς του Λονδίνου, «τυραννία και τυραννοκτονία είναι ελληνικές έννοιες, αρχαιότερες από την έννοια της δημοκρατίας… Το παρόν καθεστώς προέκυψε με παράνομα μέσα και δεν πρέπει να εκπλήττεται αν παράνομα μέσα χρησιμοποιούνται για την ανατροπή του…». Πραγματικά, ένας νόμος της αρχαίας Αθήνας ορίζει ότι αποτελεί υποχρέωση για τον πολίτη να θανατώνει όποιον καταλύσει την αθηναϊκή δημοκρατία. Και όποιος θανατώνει τον τύραννο θα είναι καθαρός μπροστά στους θεούς…
Ωστόσο, ζούμε στον εικοστό αιώνα και με τα σύγχρονα κριτήρια, χωρίς ν’αμφισβητείται το ηθικό δικαίωμα του τυραννισμένου πολίτη να θανατώσει τον τύραννο, φρονούμε ότι η απόπειρα κατά του δικτάτορα της πατρίδας μας ήταν πολιτικά άστοχη ενέργεια. Το θετικό κέρδος, λόγω της αποτυχίας, ήταν μηδέν. Αν η απόπειρα σημείωνε επιτυχία θα ήταν σημαντικό, αλλά όχι λυτρωτικό. Οι δυνάμεις που επέβαλαν τη Χούντα έχουν αρκετές εφεδρείες ατόμων σαν τον Παπαδόπουλο. Αντίθετα, η αρνητική ζημιά υπήρξε σημαντική. Με μια επιδέξια προπαγανδιστική εκμετάλλευση της απόπειρας, η Χούντα επί πολλούς μήνες μπόρεσε ν’αντιστρέψει τους ρόλους και να γίνει από κατηγορούμενη κατήγορος. Το σφυροκόπημα της δικτατορίας από την παγκόσμια κοινή γνώμη έπεσε σε χαμηλότερους τόνους. Και επιπλέον νέα κύματα συλλήψεων και διωγμών τροφοδότησαν τα άντρα των βασανιστηρίων. Κι άλλο αίμα κι άλλα δάκρυα. Όχι, η αποτυχημένη απόπειρα δεν ωφέλησε τον αγώνα του ελληνικού λαού, όπως καμιά μηδενιστική πράξη δεν ωφέλησε ποτέ τα λαϊκά κινήματα.
Μέσα όμως σ’αυτό το πολιτικό αδιέξοδο εγχείρημα έλαμψε η ηρωική μορφή του Αλέξανδρου Παναγούλη, που η λεβεντιά και το μεγαλείο του έκανα να χτυπήσει δυνατά η καρδιά της ανθρωπότητας.
Ογδόντα τρεις μέρες μετά τη σύλληψή του σύρθηκε στο στρατοδικείο, μην μπορώντας να σταθεί όρθιος και υποβασταζόμενος από τους δημίους του. Από τα βασανιστήρια τριών περίπου μηνών, χωρίς ανάπαυλα, ο Παναγούλης είχε περιέλθει σε κατάσταση πλήρους εξαντλήσεως. Ήταν η σκιά του εαυτού του. Αλλά η ψυχή του άντεχε. Η μάχη που έδωσε με τον βασιλικό επίτροπο και με τους στρατοδίκες θα μένει αθάνατη στην Ιστορία σαν υπόδειγμα ευψυχίας μπροστά στην απειλή του θανάτου. «Προσπάθησα, είπε στην απολογία του να σκοτώσω τον δικτάτορα για ν’απαλλάξω την πατρίδα μου από την τυραννία. Αναλαμβάνω την ευθύνη της πράξεώς μου και γνωρίζω την τιμωρία που προβλέπει ο νόμος της Χούντας. Είμαι έτοιμος να πληρώσω το τίμημα. Δεν ζητώ επιείκεια. Για μένα το καλύτερο τραγούδι της ζωής μου, το κύκνειο άσμα, θα είναι το κροτάλισμα των πολυβόλων του εκτελεστικού αποσπάσματος. Η Χούντα κατέλαβε την εξουσία με τη βία και θ’ανατραπεί με τη βία. Αν εμείς αποτύχαμε, άλλοι θα συνεχίσουν και θα επιτύχουν…».
Το στρατοδικείο κατεδίκασε τον Παναγούλη σε θάνατο και τους συγκατηγορουμένους του σε μικρότερες ποινές. Ο Παναγούλης άκουσε με στωική ηρεμία τη θανατική καταδίκη και είπε μόνο: «ε, να πεθάνω».
Η απόφαση του στρατοδικείου εξήγειρε την πολιτισμένη ανθρωπότητα. Και στις πέντε ηπείρους έγιναν διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις και απεργίες πείνας για τη σωτηρία του Αθηναίου ήρωα. Όλες οι κυβερνήσεις της Ευρώπης – με εξαίρεση την Ισπανία, Τουρκία και Πορτογαλία – ζήτησαν να δοθεί χάρη στον Παναγούλη. Προσωπικότητες όπως ο Πάπας Παύλος, ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Ου Θάντ, ο Αντρέ Μαλρώ και εκατοντάδες κορυφαίων του πνεύματος απηύθυναν εκκλήσεις υπέρ της σωτηρίας του νεαρού καταδίκου. Τελευταία ακολούθησε και η αμερικανική κυβέρνηση.
Η Χούντα μπροστά στην παγκόσμια σταυροφορία υπέκυψε. Έπειτα από πολύωρη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου υπό την προεδρία του αντιβασιλέα Ζωιτάκη, ανακοινώθηκε ότι «ο Παναγούλης δεν θα εκτελεσθεί».
Η απόφαση της μη εκτελέσεως προκάλεσε σεισμική αναταραχή στο καθεστώς της Χούντας. Από την εξτρεμιστική ομάδα Λαδά η υποχώρηση της κυβερνήσεως στην πίεση του εξωτερικού θεωρήθηκε νίκη του διεθνούς κομμουνισμού και προδοσία των αρχών της επαναστάσεως. Όπως έχουμε εξιστορήσει, η οικογενειακή αυτή ανταρσία έληξε με πλήρη επικράτηση του Παπαδόπουλου και εκμηδένιση – τουλάχιστον φαινομενικά – των ενδοχουντικών αντιπάλων του…
Αλλά παρ’όλα αυτά, η μοίρα του Παναγούλη δεν άλλαξε και πολύ. Η ζωή δεν του χαμογελάει. Τώρα που γράφεται αυτό το κεφάλαιο είναι Απρίλιος 1969. Η δίκη έγινε τον Νοέμβριο 1968. Σ’αυτούς τους πέντε μήνες (που με το χρόνο της υποδικίας είναι πολύ περισσότεροι) ο Παναγούλης κρατείται σε αυστηρή απομόνωση, με χειροπέδες μέρα – νύχτα. Σε μια δραματική έκκληση που κατόρθωσε να φτάσει στον αγγλικό Τύπο ο σύγχρονος Προμηθέας έγραψε:
«Ζητώ απ’όλους τους ελεύθερους ανθρώπους να πιέσουν την στρατιωτική κυβέρνηση των Αθηνών να μου βγάλει τις χειροπέδες. Τα χέρια μου έχουν παραμορφωθεί από τη μακρόχρονη ακινησία. Ζητώ να μου επιτραπεί να περπατώ έξω από τους τοίχους του κελιού, που είναι γεμάτο βρόμικα νερά. Ζητώ να μου επιτραπεί να δω τον ήλιο. Διαφορετικά ας επισπεύσουν την εκτέλεσή μου».
Τον Ιούνιο του 1969, ο Παναγούλης κατόρθωσε, με τη βοήθεια ενός φρουρού του, να δραπετεύσει. Η Χούντα τον επικήρυξε για 500.000 δραχμές. Έπειτα από λίγες ημέρες συνελήφθη. Οι πραγματικές συνθήκες της αποδράσεως και της συλλήψεως παραμένουν σκοτεινές. Ως το τέλος του 1970, ο Παναγούλης εξακολουθεί να κρατείται σε απομόνωση, μέσα σ’ένα κελί που ειδικά χτίστηκε γι’αυτόν με χαλύβδινο επίστρωμα και που παρομοιάζεται με τους κλωβούς των τίγρεων του Νότιου Βιετνάμ. Μια δεύτερη απόπειρα αποδράσεως του Παναγούλη, σχεδιασμένη για το τέλος Αυγούστου 1971, προδόθηκε. Για την υπόθεση αυτή πιάστηκαν και καταδικάστηκαν από στρατοδικείο η λαίδη Αμαλία Φλέμιγκ, χήρα του εφευρέτη της πενικιλίνης, η Ελληνοαμερικανίδα Αθηνά Ψυχογυιού, ο Αμερικανός φοιτητής Σκέλτον, ο Κ.Ανδρουτσόπουλος κ.ά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου